Φράση (noun phrase)
/ˈɛər tʊ ˈɛər rɪˈfjʊəlɪŋ/
"Air-to-air refuelling" αναφέρεται στη διαδικασία όπου ένα αεροπλάνο ανεφοδιάζει άλλο αεροπλάνο εν πτήση. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται κυρίως από στρατιωτικές αεροπορίες και αυξάνει την εμβέλεια και την ικανότητα των αεροσκαφών να εκτελούν αποστολές μεγάλου βεληνεκούς χωρίς να προσγειωθούν. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε τεχνικά ή στρατιωτικά κείμενα.
The fighter jet completed a successful air-to-air refuelling mission.
(Το μαχητικό αεροσκάφος ολοκλήρωσε μια επιτυχημένη αποστολή ανεφοδιασμού στον αέρα.)
Air-to-air refuelling allows for extended flight operations during military missions.
(Ο αεροπορικός ανεφοδιασμός επιτρέπει εκτεταμένες πτητικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια στρατιωτικών αποστολών.)
Η φράση "air-to-air refuelling" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες στρατιωτικές ή τεχνικές εκφράσεις:
"The success of the operation relied heavily on air-to-air refuelling capabilities."
(Η επιτυχία της επιχείρησης εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό στις δυνατότητες ανεφοδιασμού στον αέρα.)
"Without air-to-air refuelling, long-range missions would be nearly impossible."
(Χωρίς αεροπορικό ανεφοδιασμό, οι αποστολές μεγάλου βεληνεκούς θα ήταν σχεδόν αδύνατες.)
"The air-to-air refuelling procedure requires precise timing and coordination."
(Η διαδικασία ανεφοδιασμού στον αέρα απαιτεί ακριβή συγχρονισμό και συντονισμό.)
Η φράση "air-to-air refuelling" προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "air" (αέρας), "to" (σε), και "refuelling" (ανεφοδιασμός), που σημαίνει ότι η διαδικασία περιλαμβάνει τον ανεφοδιασμό ενός αεροπλάνου από άλλο αεροπλάνο στον αέρα.
Συνώνυμα: mid-air refuelling (ανεφοδιασμός στον αέρα), aerial refuelling (αεροπορικός ανεφοδιασμός)
Αντώνυμα: ground refuelling (ανεφοδιασμός στο έδαφος)