Η λέξη "airtraveller" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /ˈɛə.træv.ə.lər/
Η λέξη "airtraveller" αναφέρεται σε κάποιον που ταξιδεύει με αεροπλάνο. Αυτή η λέξη δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στις καθημερινές συζητήσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια που σχετίζονται με τα αεροπορικά ταξίδια ή τις ταξιδιωτικές βιομηχανίες. Η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα, blogs ή οδηγούς ταξιδιών.
The airtraveller packed all essentials for the long flight. Ο αεροταξιδιώτης πακετάρισε όλα τα απαραίτητα για την μεγάλη πτήση.
As an airtraveller, I always check flight status before heading to the airport. Ως αεροταξιδιώτης, πάντα ελέγχω την κατάσταση της πτήσης πριν πάω στο αεροδρόμιο.
Every airtraveller should be aware of the airline's policies on baggage. Κάθε αεροταξιδιώτης θα πρέπει να είναι ενημερωμένος για τις πολιτικές της αεροπορικής εταιρείας σχετικά με τις αποσκευές.
Επειδή η λέξη "airtraveller" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι προτάσεις που αναφέρονται παρακάτω είναι γενικές και σχετίζονται με το ταξίδι αεροπορικώς.
A frequent airtraveller knows the best time to book flights. Ένας συχνός αεροταξιδιώτης ξέρει πότε είναι η καλύτερη στιγμή να κλείσει πτήσεις.
Being an airtraveller means dealing with jet lag. Το να είσαι αεροταξιδιώτης σημαίνει ότι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσεις την κόπωση από τις πτήσεις.
The airtraveller always looks for the most comfortable seat. Ο αεροταξιδιώτης πάντα αναζητά τη πιο άνετη θέση.
An experienced airtraveller knows how to navigate through airports efficiently. Ένας έμπειρος αεροταξιδιώτης ξέρει πώς να περιηγείται αποδοτικά στα αεροδρόμια.
Η λέξη "airtraveller" προέρχεται από το συνδυασμό δύο λέξεων: "air" (αέρας) και "traveller" (ταξιδιώτης), υπονοώντας κάποιον που ταξιδεύει μέσω του αέρα, δηλαδή με αεροπλάνο.