Alarmist είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/əˈlɑːrmɪst/
Η λέξη "alarmist" αναφέρεται σε κάποιον που υποστηρίζει ότι μια κατάσταση ή ένα πρόβλημα είναι πιο σοβαρό από ό,τι πραγματικά είναι, συχνά προκαλώντας πανικό ή υπερβολική ανησυχία. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις, όπως σε ειδήσεις, κοινωνικές συζητήσεις ή συζητήσεις σχετικά με το περιβάλλον. Είναι μια λέξη της οποίας η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά και σε προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν κρίσεις.
Οι πανικόβλητες προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή έχουν προκαλέσει ανησυχίες στο κοινό.
Many accuse the media of being alarmist regarding the latest health crisis.
Πολλοί κατηγορούν τα μέσα ενημέρωσης ότι είναι πανικόβλητα σχετικά με την τελευταία υγειονομική κρίση.
An alarmist approach to the economy can lead to unnecessary panic among investors.
Η λέξη "alarmist" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την υπερβολική ανησυχία ή την τρομοκρατία.
«Μη γίνεσαι τόσο πανικόβλητος; Η κατάσταση δεν είναι τόσο κακή όσο νομίζεις.»
"Her alarmist tendencies often cause unnecessary worry among her friends."
«Οι πανικόβλητες τάσεις της συχνά προκαλούν περιττή ανησυχία στους φίλους της.»
"The alarmist rhetoric used during the debate only fueled more fear."
«Η πανικόβλητη ρητορική που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης απλώς τροφοδότησε περισσότερον φόβο.»
"Avoiding alarmist language can lead to more productive conversations."
«Η αποφυγή πανικόβλητης γλώσσας μπορεί να οδηγήσει σε πιο παραγωγικές συζητήσεις.»
"In times of crisis, alarmist claims often spread rapidly on social media."
Η λέξη "alarmist" προέρχεται από τη λέξη "alarm" (συναγερμός), που προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "alarme" (συναγερμός) και το λατινικό "alarma". Ο τύπος "-ist" δηλώνει κάποιον που ασχολείται με ή υποστηρίζει συγκεκριμένες απόψεις ή πρακτικές.