Albinoism: ουσιαστικό (noun)
/ælˈbaɪnəʊɪzəm/
Το albinoism αναφέρεται στη γενετική κατάσταση που προκαλεί την έλλειψη μελανίνης στο δέρμα, τα μαλλιά και τα μάτια, με αποτέλεσμα να είναι άχρωμοι. Τα άτομα με αλμπινισμό ενδέχεται να διαπιστώσουν ότι έχουν πολύ ανοιχτόχρωμο δέρμα, ξανθά ή λευκά μαλλιά και φως στα μάτια, κάτι που μπορεί να προκαλέσει ευαισθησία στον ήλιο και προβλήματα όρασης.
Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα και είναι λιγότερο κοινός στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του μπορεί να θεωρηθεί μέτρια σε επιστημονικά κείμενα και συζητήσεις σχετικά με γενετικές καταστάσεις.
"Πολλοί άνθρωποι με αλβινισμό αντιμετωπίζουν μοναδικές προκλήσεις στην καθημερινότητά τους."
"Albinoism can lead to sensitivity to sunlight, requiring protective measures."
"Ο αλβινισμός μπορεί να οδηγήσει σε ευαισθησία στο ηλιακό φως, απαιτώντας προστατευτικά μέτρα."
"Research on albinoism helps in understanding various genetic disorders."
Δεν υπάρχουν ευρέως αναγνωρίσιμες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την λέξη "albinoism", αλλά η κατάσταση του αλμπινισμού μπορεί να ενσωματωθεί σε συζητήσεις που σχετίζονται με την ποικιλομορφία της ανθρώπινης φυλής και τις γενετικές διαταραχές.
Η λέξη "albino" προέρχεται από το ισπανικό "albino," που σημαίνει "λευκός", το οποίο σχηματίζεται από το λατινικό "albus", που σημαίνει "λευκός" και το "-ism" που υποδηλώνει κατάσταση ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - αλβινισμός (αλβινιστικός)
Αντώνυμα: - νορμάλ κατάσταση (κατάσταση με φυσιολογικό επίπεδο μελανίνης)
Με αυτές τις πληροφορίες, έχουμε καλύψει μια λεπτομερή ανάλυση της λέξης "albinoism".