Albumine είναι ένα ουσιαστικό.
/ælˈbjuːmɪn/
Η albumine (αλβουμίνη) αναφέρεται σε μια ομάδα πρωτεϊνών που βρίσκονται στο αίμα και σε άλλα σωματικά υγρά. Η αλβουμίνη είναι σημαντική για τη διατήρηση της οσμωτικής πίεσης και τη μεταφορά ουσιών όπως λιπαρές οξέα και φάρμακα. Χρησιμοποιείται επίσης σε βιολέγκτες και επιστημονικές μελέτες.
Η χρήση της λέξης albumine είναι περισσότερο σχηματική και τεχνική, συχνά εμφανίζεται σε γραπτές επιστημονικές αναφορές ή ιατρικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Το επίπεδο της αλβουμίνης στο αίμα είναι κρίσιμο για τη διατήρηση της ωσμωρύθμισης.
We tested the albumine in the serum to assess the patient's liver function.
Δοκιμάσαμε την αλβουμίνη στον ορό για να αξιολογήσουμε τη λειτουργία του ήπατος του ασθενούς.
Albumine can also be found in egg whites, making them a good source of protein.
Η λέξη albumine δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι συνηθισμένη σε επιστημονικά και ιατρικά πλαίσια.
Φράσεις που μπορεί να χρησιμοποιούνται: 1. "Albumine levels can indicate liver disease." - "Τα επίπεδα αλβουμίνης μπορούν να υποδείξουν ηπατική νόσο."
"Οι ασθενείς με χαμηλή αλβουμίνη μπορεί να χρειάζονται διατροφικές προσαρμογές."
"Monitoring albumine levels is essential for assessing kidney function."
Η λέξη albumine προέρχεται από τη λατινική λέξη "albumin", που σημαίνει "λευκό" (προερχόμενο από "albus"). Εισήχθη στην επιστημονική ορολογία κατά τον 19ο αιώνα.
Συνώνυμα: - λευκωματίνη - αλβουμίνη
Αντώνυμα: - (Δεν υπάρχουν σαφή αντώνυμα στην ιατρική και βιολογική ορολογία, καθώς η αλβουμίνη είναι συγκεκριμένος τύπος πρωτεΐνης.)