Η φράση "albuminic antibody" χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/əˈl.bjuː.mɪn.ɪk ˈæntɪˌbɒdi/
Η φράση "albuminic antibody" αναφέρεται σε ένα είδος αντισώματος που στοχεύει στη λευκωματίνη, μια σημαντική πρωτεΐνη στο ανθρώπινο αίμα και άλλα σωματικά υγρά. Αυτά τα αντισώματα παίζουν ρόλο σε διάφορες ανοσολογικές αντιδράσεις και μπορούν να εμπλέκονται σε αυτοάνοσες ή αλλεργικές καταστάσεις.
Η χρήση της φράσης "albuminic antibody" είναι πιο συχνή σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα. Συναντάται κυρίως σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, λόγω της επιστημονικής του φύσης.
The presence of albuminic antibodies can indicate an underlying health condition.
(Η παρουσία αντισωμάτων λευκωματίνης μπορεί να υποδεικνύει μια υποκείμενη κατάσταση υγείας.)
Testing for albuminic antibodies is crucial in diagnosing certain diseases.
(Η δοκιμή για αντισώματα λευκωματίνης είναι κρίσιμη για τη διάγνωση ορισμένων ασθενειών.)
Elevated levels of albuminic antibodies were found in the patient's blood sample.
(Αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων λευκωματίνης βρέθηκαν στο δείγμα αίματος του ασθενούς.)
Η συγκεκριμένη φράση "albuminic antibody" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η χρήση της σε ιατρικό και επιστημονικό περιεχόμενο είναι σημαντική.
Η λέξη "albumin" προέρχεται από το λατινικό "albus," που σημαίνει "λευκό," ενώ η λέξη "antibody" προέρχεται από τα ελληνικά "anti-" που σημαίνει "κατά" και το "body," που προέρχεται από το λατινικό "corpus."
Συνώνυμα: - Immunoglobulin (γενική κατηγορία αντίσωμα)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχει άμεσο αντίθετο για την έννοια των αντισωμάτων, δεδομένου ότι πρόκειται για ορολογικό όρο που αναφέρεται σε συγκεκριμένο βιολογικό μηχανισμό.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "albuminic antibody" στην Αγγλική γλώσσα.