Η λέξη "albuminoid" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "albuminoid" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ælˈbjuːmɪnɔɪd/.
Η λέξη "albuminoid" αναφέρεται σε μια κατηγορία πρωτεϊνών που είναι παρόμοιες με τις αλβουμίνες, που είναι πρωτεΐνες που βρίσκονται στο αίμα και σε άλλους ιστούς. Αυτές οι ενώσεις είναι συνήθως υδροφιλικές και συμμετέχουν σε πολλές βιολογικές διαδικασίες. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα.
Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά Η χρήση της λέξης "albuminoid" είναι σχετικά σπάνια, κυρίως σε ειδικά επιστημονικά κείμενα ή σε φαρμακολογία και βιολογία. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο ερευνητής ανακάλυψε ότι τα επίπεδα του αλβουμινόειδους στο ορό ήταν αυξημένα.
Albuminoid substances play a significant role in cellular functions.
Οι αλβουμινώδεις ουσίες παίζουν σημαντικό ρόλο στις κυτταρικές λειτουργίες.
Understanding the properties of albuminoids is crucial for biochemistry studies.
Η λέξη "albuminoid" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει σε επιστημονικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα χρήσης σε επιστημονικές εκφράσεις:
Η αλβουμινώδης φύση της ουσίας υποδηλώνει την βιολογική της προέλευση.
"Research into albuminoid compositions can lead to advancements in medicine."
Η έρευνα για τις αλβουμινώδεις συνθέσεις μπορεί να οδηγήσει σε εξελίξεις στην ιατρική.
"The precision in measuring albuminoid concentrations is vital for accurate diagnostics."
Η λέξη "albuminoid" προέρχεται από το "albumin" (αλβουμίνη) και την κατάληξη "-oid," που σημαίνει "όπως" ή "παρόμοιος με." Οι αλβουμίνες είναι μια κατηγορία πρωτεϊνών που είναι ευρέως διαδεδομένες σε βιολογικά συστήματα.
Συνώνυμα - Proteinoid - Albuminous
Αντώνυμα - Non-protein - Aprotein (μη πρωτεϊνικό)