Alerter: Ρήμα ή ουσιαστικό
[əˈlɜːrtər]
Η λέξη "alerter" αναφέρεται σε κάποιον που ανακοινώνει ή ενημερώνει άλλους για κάτι σημαντικό, συνήθως σχετικό με μια κατάσταση κινδύνου ή προειδοποίησης. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή ιατρικά συμφραζόμενα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινές καταστάσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, όπως σε αναφορές ή οδηγίες, ενώ δεν είναι τόσο κοινή στον προφορικό λόγο.
Το σύστημα έχει έναν ειδοποιητή για να ενημερώνει τους χρήστες σχετικά με επείγουσες ειδοποιήσεις.
As an alerter, she played a crucial role in minimizing the risks.
Η λέξη "alerter" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετικές φράσεις μπορεί να συμπεριλαμβάνουν τη λέξη "alert" ή "warning". Ωστόσο, ακολουθούν κάποιες παραδειγματικές προτάσεις που συνδέονται με το θέμα:
Έχει μια έκτη αίσθηση που τον καθιστά έναν φυσικό ειδοποιητή σε επικίνδυνες καταστάσεις.
In the world of cybersecurity, being an effective alerter is essential.
Στον κόσμο της κυβερνοασφάλειας, το να είσαι ένας αποτελεσματικός ειδοποιητής είναι ζωτικής σημασίας.
The fire alarm acts as an alerter to ensure everyone's safety.
Η λέξη "alerter" προέρχεται από τη λέξη "alert", που σημαίνει ειδοποίηση ή προειδοποίηση, και το κατάληξη -er, που δηλώνει κάποιον που εκτελεί μια δράση.
Συνώνυμα: - Informer - Notifier - Warned
Αντώνυμα: - Ignorer - Unaware - Neglector