Alibility είναι ουσιαστικό.
/əˈlɪb.ɪ.lə.ti/
Η λέξη "alibility" δεν συνιστά ένα τυπικά χρησιμοποιούμενο αγγλικό όρο, επομένως δεν έχει κοινές μεταφράσεις στα Ελληνικά. Ίσως αναφέρεται σε "ικανότητα" ή "επάρκεια" σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Η λέξη alibility φαίνεται να είναι μια σπάνια χρήση ή πιθανώς έσφαλμένη προφορά μιας λέξης. Αν υποθέσουμε ότι εννοείτε "eligibility" (καταλληλότητα), αυτό αναφέρεται στην ικανότητα ή δικαιούχηση κάποιου να πληροί προϋποθέσεις για κάτι, όπως για να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα ή διαγωνισμό.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η "eligibility" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και γραφειοκρατικά πλαίσια και σε προφορικές και γραπτές επικοινωνίες. Είναι χρήσιμη αφενός στον διοικητικό λόγο, αφετέρου στην καθημερινή συνομιλία.
The alibility to participate in the program requires specific qualifications.
Η ικανότητα να συμμετάσχει κάποιος στο πρόγραμμα απαιτεί συγκεκριμένα προσόντα.
Many students were keen to check their alibility for scholarships.
Πολλοί φοιτητές ήταν πρόθυμοι να ελέγξουν την καταλληλότητά τους για υποτροφίες.
Δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "alibility" λόγω της σπανιότητάς της. Ωστόσο, εάν πρόκειται για "eligibility," υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις:
Eligibility criteria: It is essential to understand the eligibility criteria before applying.
Είναι απολύτως σημαντικό να κατανοήσουμε τα κριτήρια επιλεξιμότητας πριν την αίτηση.
Eligibility requirements: The eligibility requirements for the job are very strict.
Οι απαιτήσεις επιλεξιμότητας για τη θέση είναι πολύ αυστηρές.
Check your eligibility: Always check your eligibility for benefits before applying.
Ελέγξτε πάντα την επιλεξιμότητά σας για παροχές πριν κάνετε αίτηση.
Η λέξη προκύπτει από την λέξη "eligible," που σημαίνει "κατάλληλος," και το κατάληγμα -ity, που σημαίνει "κατάσταση" ή "ποιοτητα", διαμορφώνοντας έτσι την έννοια της καταλληλότητας.
Αν έχετε ένα διαφορετικό όρο στο μυαλό σας, παρακαλώ ενημερώστε με και θα προσπαθήσω να βοηθήσω περαιτέρω!