Alkaline corrosion αποτελείται από δύο λέξεις: "alkaline" (επίθετο) και "corrosion" (ουσιαστικό). Στην αγγλική γλώσσα, η φράση αυτή αναφέρεται σε μια διαδικασία που σχετίζεται με τη διάβρωση που προκαλείται από αλκαλικά στοιχεία ή περιβάλλοντα.
/ˈæl.kə.laɪn kəˈroʊ.ʒən/
Η alkaline corrosion αναφέρεται στη διάβρωση υλικών, συνήθως μετάλλων, όταν εκτίθενται σε αλκαλικά διαλύματα ή περιβάλλοντα. Αυτή η διάβρωση μπορεί να προκύψει σε βιομηχανικές διαδικασίες ή σε φυσικά περιβάλλοντα όπου υπάρχει υψηλός pH. Η συχνότητα χρήσης της φράσης αυτής είναι μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Τα μεταλλικά στοιχεία υπέστησαν αλκαλική διάβρωση μετά από παρατεταμένη έκθεση στον καθαριστικό παράγοντα.
Engineers must consider alkaline corrosion when designing structures exposed to high pH environments.
Η φράση "alkaline corrosion" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που αναφέρονται στη διάβρωση ή στην αλκαλική κατάσταση:
“Για να καταπολεμήσουμε την αλκαλική διάβρωση, η τακτική συντήρηση είναι απαραίτητη.”
“The project was delayed due to unexpected alkaline corrosion issues in the pipeline.”
“Το έργο καθυστέρησε λόγω απρόβλεπτων ζητημάτων αλκαλικής διάβρωσης στην αγωγό.”
“Understanding the effects of alkaline corrosion is crucial in materials science.”
Η λέξη "alkaline" προέρχεται από την αραβική λέξη "al-qaly" που σημαίνει "ύλη από τέφρα". Η λέξη "corrosion" προέρχεται από το λατινικό "corrodere", που σημαίνει "τρώγω" ή "ονειρεύω".
Συνώνυμα: - Alkaline degradation (αλκαλική υποβάθμιση) - Alkaline wear (αλκαλικό φθορά)
Αντώνυμα: - Acidic protection (οξεία προστασία) - Corrosion resistance (αντίσταση στη διάβρωση)