Το "all-in cost" αποτελεί φράση και χρησιμοποιείται συχνά ως ορολογία στο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
/ˈɔːl ɪn kɔːst/
Ο όρος "all-in cost" αναφέρεται στο συνολικό κόστος ενός προϊόντος ή υπηρεσίας που περιλαμβάνει όλες τις σχετικές δαπάνες. Αυτό σημαίνει ότι δεν αναφέρεται μόνο στην τιμή αγοράς, αλλά και σε πρόσθετα έξοδα, όπως τέλη, φόρους ή άλλα κόστη που σχετίζονται με τη διαδικασία.
Ως προς τη συχνότητα χρήσης, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε επιχειρηματικά πλαίσια, κυρίως σε γραπτές αναφορές, οικονομικές εκθέσεις και επιχειρηματικά σχέδια.
Το συνολικό κόστος του έργου υπερέβη τον αρχικό μας προϋπολογισμό.
Understanding the all-in cost is crucial for accurate pricing.
Ο όρος "all-in" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνδέοντας την έννοια της ολοκλήρωσης και της περιεκτικότητας.
Αποφασίσαμε να επενδύσουμε τα πάντα στην καμπάνια μάρκετινγκ.
If you're going to invest, you have to be all-in.
Αν σκοπεύεις να επενδύσεις, πρέπει να είσαι πλήρως δεσμευμένος.
She went all-in with her savings to start the new business.
Ο όρος "all-in" έχει κοινές ρίζες στη γλώσσα των τυχερών παιχνιδιών, όπου σημαίνει ότι ένας παίκτης βάζει όλα τα χρήματα σε ένα παιχνίδι. Αντίστοιχα, το "cost" προέρχεται από τη λατινική λέξη "constare", που σημαίνει "κοστίζει".
Συνώνυμα: - συνολικό κόστος - κόστος κατ' αποκοπή
Αντώνυμα: - ελάχιστο κόστος - κόστος χωρίς επιβαρύνσεις