Η φράση "allergic diarrhea" αποτελεί ουσιαστικό.
/əˈlɛrdʒɪk daɪəˈriə/
Η "allergic diarrhea" αναφέρεται σε κοιλιακή διαταραχή που προκαλείται από αλλεργική αντίδραση σε ορισμένες τροφές ή ουσίες. Συνήθως συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, φαγούρα ή πρησμένα χείλη. Η διάρροια εμφανίζεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά σε κάποια αλλεργιογόνα, προκαλώντας γαστρεντερικές αντιδράσεις. Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά πλαίσια.
Η φράση "allergic diarrhea" χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα, ωστόσο μπορεί να αναφερθεί και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με αλλεργίες και τη διατροφή. Προτιμάται περισσότερο σε γραπτά εκθέματα και όχι τόσο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
"Ένιωσε αλλεργική διάρροια μετά την κατανάλωση οστρακοειδών."
"Doctors advised her to avoid certain foods to prevent allergic diarrhea."
"Οι γιατροί της συνέστησαν να αποφεύγει ορισμένες τροφές για να προλαμβάνει την αλλεργική διάρροια."
"Allergic diarrhea is often accompanied by other symptoms of an allergic reaction."
Η φράση "allergic diarrhea" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να φανεί σε συνομιλίες που σχετίζονται με αλλεργίες και διατροφικές αντιδράσεις.
"Μετά το πάρτι, έμεινα με αλλεργική διάρροια, η οποία ανέδειξε τη σημασία της προσοχής σε εκδηλώσεις."
"He now carries medication for allergic diarrhea whenever he travels due to past experiences."
Ο όρος "allergic" προέρχεται από τη λέξη "allergy", η οποία έχει ελληνικές ρίζες (ἀλλεργία), που σημαίνει "αντίδραση σε κάτι". Ο όρος "diarrhea" προέρχεται από τα ελληνικά "διάρροια", που σημαίνει "ροή μέσα από".