allocation – ουσιαστικό
/ˌæl.əˈkeɪ.ʃən/
Η λέξη allocation αναφέρεται στη διαδικασία ή την πράξη της κατανομής κάτι, συνήθως πόρων ή χρημάτων, μεταξύ διαφόρων ατόμων, ομάδων ή έργων. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και διαχειριστικά συμφραζόμενα, αναφερόμενη στον τρόπο που οι πόροι κατανέμονται για βέλτιστη χρήση.
Η λέξη εμφανίζεται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε οικονομικές μελέτες, διαχείριση πρότζεκτων ή αναφορές. Χρησιμοποιείται λιγότερο στην καθημερινή προφορική επικοινωνία.
The budget allocation for the project needs to be reviewed.
(Η κατανομή του προϋπολογισμού για το έργο πρέπει να επανεξεταστεί.)
Efficient allocation of resources is crucial for maximizing productivity.
(Η αποδοτική κατανομή πόρων είναι κρίσιμη για την μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας.)
The allocation of funds to educational institutions is increasing this year.
(Η διάθεση χρημάτων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα αυξάνεται φέτος.)
Η λέξη allocation δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει ειδικές φράσεις για οικονομικά ή διαχείριση πόρων.
The allocation of duties in the workplace can improve efficiency.
(Η κατανομή καθηκόντων στον χώρο εργασίας μπορεί να βελτιώσει την αποδοτικότητα.)
Proper allocation of time is essential for meeting deadlines.
(Η σωστή κατανομή του χρόνου είναι απαραίτητη για την τήρηση των προθεσμιών.)
In a team setting, equitable allocation of tasks fosters collaboration.
(Σε μια ομαδική ρύθμιση, η δίκαιη κατανομή καθηκόντων προάγει τη συνεργασία.)
Η λέξη allocation προέρχεται από τη λατινική λέξη "allocare", που σημαίνει "να τοποθετήσω κάπου", και η χρήση της στο ελληνικό λεξιλόγιο αντανακλά αυτή τη σημασία της κατανομής ή διάθεσης.
Συνώνυμα - κατανομή - διάθεση - διανομή
Αντώνυμα - συγκέντρωση - συσσώρευση - περιορισμός