Ο όρος "allowable capital loss" είναι ένα ουσιαστικό.
/əˈlaʊə.bəl ˈkæp.ɪ.təl lɔs/
Ο όρος "allowable capital loss" αναφέρεται στις κεφαλαιακές ζημίες που επιτρέπεται να αφαιρεθούν από τους φορολογητέους κέρδους σε φορολογικές δηλώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στη φορολογία και τις χρηματοοικονομικές δηλώσεις. Η χρήση του είναι κυρίως γραπτή, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις.
The investor reported an allowable capital loss on his taxes this year.
Ο επενδυτής δήλωσε μια επιτρεπτή κεφαλαιακή ζημία φόρων φέτος.
Understanding allowable capital losses can help reduce your taxable income.
Η κατανόηση των επιτρεπτών κεφαλαιακών ζημιών μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του φορολογητέου εισοδήματός σας.
The accountant explained how allowable capital losses work in the tax code.
Ο λογιστής εξήγησε πώς λειτουργούν οι επιτρεπτές κεφαλαιακές ζημίες στον φορολογικό κώδικα.
Ο όρος "allowable capital loss" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες οικονομικές έννοιες:
"Maximize your allowable capital loss to offset gains."
"Μέγιστησε την επιτρεπτή κεφαλαιακή σου ζημία για να ισορροπήσεις τα κέρδη."
"Keep track of your allowable capital losses throughout the year."
"Κράτα σημειώσεις για τις επιτρεπτές κεφαλαιακές ζημίες σου σε όλη τη διάρκεια του έτους."
"An accountant can help you identify allowable capital losses."
"Ένας λογιστής μπορεί να σε βοηθήσει να εντοπίσεις τις επιτρεπτές κεφαλαιακές ζημίες."
"The tax regulations clearly define what constitutes an allowable capital loss."
"Οι φορολογικοί κανονισμοί ορίζουν σαφώς τι συνιστά μια επιτρεπτή κεφαλαιακή ζημία."
Ο όρος "allowable" προέρχεται από το γαλλικό "alloier" που σημαίνει "να επιτρέπεται". "Capital" προέρχεται από το λατινικό "capitale". "Loss" προέρχεται από το αγγλικό "los" που σημαίνει απώλεια.
Συνώνυμα: - Acceptable capital loss - Deductible capital loss
Αντώνυμα: - Non-allowable capital gain - Capital profit