"Allowed state" είναι ένα φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/əˈlaʊd steɪt/
Η φράση "allowed state" αναφέρεται σε μία κατάσταση ή κατάσταση που έχει εγκριθεί ή επιτραπεί, συχνά στο πλαίσιο διαδικασιών, πολιτικών ή κανόνων που προσδιορίζουν ποια συμπεριφορά ή κατάσταση είναι ή δεν είναι αποδεκτή.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή νομικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί σε γενικές συζητήσεις για την πολιτική ή τις κανονιστικές ρυθμίσεις.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Η επιτρεπόμενη κατάσταση για την αίτηση είναι όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις.
In the allowed state, the system functions optimally and efficiently.
Η φράση "allowed state" μπορεί να μην είναι διαδεδομένη ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά σχετίζεται με έννοιες όπως:
Η εταιρεία πρέπει να λειτουργεί σε κατάσταση συμμόρφωσης με τους τοπικούς νόμους.
"State of readiness" (Κατάσταση ετοιμότητας)
Η ομάδα είναι πάντα σε κατάσταση ετοιμότητας να ανταποκριθεί σε έκτακτες ανάγκες.
"Allowed to operate" (Επιτρέπεται να λειτουργεί)
Η λέξη "allowed" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "alouen" ή "allouen" που σημαίνει "να δίνεις άδεια", ενώ η λέξη "state" προέρχεται από τη λατινική λέξη "status" που σημαίνει "κατάσταση".
Συνώνυμα: - Permitted state (Επιτρεπόμενη κατάσταση) - Authorized condition (Εγκεκριμένη κατάσταση)
Αντώνυμα: - Prohibited state (Απαγορευμένη κατάσταση) - Disallowed condition (Μη επιτρεπόμενη κατάσταση)