Το "almost complex" χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο.
/ˈɔːlmoʊst ˈkɒmplɛks/
Ο όρος "almost complex" χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικό και φιλοσοφικό πλαίσιο, αναφερόμενος σε καταστάσεις όπου κάτι προσεγγίζει, αλλά δεν είναι πλήρως, σύνθετο ή περίπλοκο. Στον μαθηματικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε πολύπλοκες αριθμητικές δομές που δεν πληρούν πλήρως τη σύνθετη διάσταση. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ακαδημαϊκά άρθρα ή βιβλία, παρά στον προφορικό λόγο.
Η μαθηματική θεωρία είναι σχεδόν σύνθετη, αλλά λείπουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά.
His explanation of the concept was almost complex, making it hard to follow.
Η εξήγηση του εννοιολογικού του ζητήματος ήταν σχεδόν σύνθετη, καθιστώντας την δύσκολη στο να ακολουθηθεί.
In physics, the interactions are often almost complex, requiring deeper analysis.
Ο όρος "almost complex" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να συνοδευτεί από άλλες εκφράσεις σε ακαδημαϊκό πλαίσιο.
Το επιχείρημα είναι σχεδόν σύνθετο αρκετά για να δικαιολογήσει περαιτέρω συζήτηση.
The solution proposed was almost complex, hinting at deeper issues.
Η προτεινόμενη λύση ήταν σχεδόν σύνθετη, υπονοώντας βαθύτερα ζητήματα.
Her theory is almost complex, showing signs of mathematical elegance.
Ο όρος "almost" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "almest", που σημαίνει "σχεδόν". Ο όρος "complex" προέρχεται από το λατινικό "complexus", που σημαίνει "συγκεντρωμένος" ή "πλεγμένος".
Συνώνυμα: - Nearly complicated (σχεδόν περίπλοκος) - Barely complex (ελάχιστα σύνθετος)
Αντώνυμα: - Completely complex (τελείως σύνθετος) - Simple (απλός)
Ο όρος "almost complex" μολονότι δεν είναι πολύ распространημένος στον καθημερινό λόγο, έχει ιδιαίτερη σημασία σε συγκεκριμένα επιστημονικά ή ακαδημαϊκά πεδία και χρησιμοποιείται για την περιγραφή καταστάσεων που προσεγγίζουν την πολυπλοκότητα, χωρίς να φτάνουν σε αυτήν.