Adverb
/ˌæl.ɪˈfɛt.ɪ.kəl.i/
Η λέξη "alphabetically" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που οργανώνεται ή ταξινομείται σύμφωνα με τη σειρά του αλφαβήτου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές ή προφορικές αναφορές όταν αναφέρεται στην παραταξιακή διάταξη των στοιχείων (όπως λέξεις, ονόματα, ή αντικείμενα) με τη σειρά που εμφανίζονται στο αλφάβητο.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά πλαίσια, όπως σε λεξικά, καταλόγους, και βιβλία.
Τα βιβλία στη ράφια ήταν ταξινομημένα αλφαβητικά.
Please list the names alphabetically for easier reference.
Παρακαλώ καταγράψτε τα ονόματα αλφαβητικά για ευκολότερη αναφορά.
She sorted the documents alphabetically to find them quickly.
Η λέξη "alphabetically" δεν είναι τόσο συνήθης σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις που αφορούν την οργάνωση και την ταξινόμηση.
Ταξινόμησε τα αρχεία αλφαβητικά για να βελτιώσεις την αποδοτικότητα.
The index is arranged alphabetically for convenient access.
Ο κατάλογος είναι οργανωμένος αλφαβητικά για εύκολη πρόσβαση.
She organized the playlist alphabetically based on the artists' names.
Αυτή οργάνωσε τη λίστα αναπαραγωγής αλφαβητικά με βάση τα ονόματα των καλλιτεχνών.
Whenever I write an essay, I like to arrange my references alphabetically.
Η λέξη "alphabetically" προέρχεται από το "alphabet," το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "alphabetum," η οποία είναι παρμένη από την ελληνική λέξη "ἀλφάβητος" (alfabitos). Το "-ically" είναι ένα παραδοσιακό ελληνικό επίθημα που σχηματίζει επίρρητες.
Συνώνυμα: - in order - systematically
Αντώνυμα: - randomly - haphazardly