Altisonant είναι επίθετο.
/ˌæl.tɪˈsoʊ.nənt/
Η λέξη altisonant αναφέρεται συχνά σε ήχους ή φωνές που είναι υψηλής έντασης ή υψηλής φωνής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μουσικούς και λογοτεχνικούς κλάδους και μπορεί να περιγράψει ένα μουσικό ύφος ή προφορά που είναι δυνατή και επιβλητική.
Όσον αφορά τη χρήση, η λέξη altisonant δεν είναι παντού διαδεδομένη και εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε τεχνικά ή καλλιτεχνικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Οι υψηλές φωνές της ορχήστρας γέμισαν την αίθουσα.
His altisonant speech captivated the audience.
Η λέξη altisonant δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που περιγράφουν έντονες ήχητικές εμπειρίες. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Ο δυνατός της γέλιο ακουγόταν από μίλια μακριά.
The performance was so altisonant that it left everyone in awe.
Η παράσταση ήταν τόσο εντυπωσιακή που άφησε όλους σε δέος.
The altisonant cries of the birds signaled the start of dawn.
Η λέξη προέρχεται από την ελληνική λέξη "άλτος" που σημαίνει υψηλός και το λατινικό "sonare" που σημαίνει ηχώ ή φωνάζω.
Συνώνυμα: - Loud (δυνατός) - Sonorous (ηχηρός)
Αντώνυμα: - Soft (μαλακός) - Quiet (ήσυχος)