Aluminoferous είναι επίθετο.
/əˌlʌmɪnəˈfɛrəs/
Η λέξη "aluminoferous" αναφέρεται σε υλικά ή εδάφη που περιέχουν αλουμίνιο. Συχνά χρησιμοποιείται σε γεωλογικούς και μεταλλευτικούς συμφραζόμενα για να περιγράψει πετρώματα ή ορυχεία που εκχυλίζουν ή περιέχουν αλουμίνιο.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η χρήση του είναι λιγότερο συχνή στην καθημερινή ομιλία και περισσότερο στον ακαδημαϊκό ή επιστημονικό λόγο, κυρίως σε γεωλογικές ή μεταλλευτικές εφαρμογές.
Η αλουμινοφόρος στρώση πέτρας ήταν πλούσια σε μεταλλεύματα.
Scientists studied the aluminoferous soil samples to understand the region's geology.
Οι επιστήμονες μελέτησαν τα αλουμινοφόρα δείγματα εδάφους για να κατανοήσουν την γεωλογία της περιοχής.
The presence of aluminoferous minerals indicates a potential site for mining.
Η λέξη "aluminoferous" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα αγγλικά. Ωστόσο, οι σχετικές φράσεις που σχετίζονται με την εξόρυξη και τη γεωλογία μπορούν να υπάρξουν. Οι ακόλουθες προτάσεις δείχνουν πιο γενικές εκφράσεις σχετικά με το θέμα:
Οι αλουμινοφόρες καταθέσεις έχουν ανοίξει νέους δρόμους για τη βιομηχανική ανάπτυξη.
Finding aluminoferous resources can be a game-changer for the local economy.
Η εύρεση αλουμινοφόρων πόρων μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα για την τοπική οικονομία.
Expert geologists are crucial in identifying aluminoferous regions.
Οι ειδικοί γεωλόγοι είναι κρίσιμοι στην αναγνώριση αλουμινοφόρων περιοχών.
The mining industry has a keen interest in aluminoferous materials due to their economic value.
Η λέξη "aluminoferous" προέρχεται από τη σύνθεση του "alumino-", που αναφέρεται στο αλουμίνιο, και "-ferous", που σημαίνει "φορέας" ή "που περιέχει". Στην ελληνική ορολογία, η λέξη μπορεί να παραλληλιστεί με την έννοια του "φορέα αλουμινίου".
Συνώνυμα: - Alumina-bearing - Aluminum-containing
Αντώνυμα: - Non-aluminoferous (μη αλουμινοφόρος)