Ο όρος "aluminum compounds" λειτουργεί ως ουσιαστικό σύνθετο (compound noun) στη γλώσσα Αγγλικά.
/əˈljuː.mɪ.nəm ˈkəm.paʊndz/
Ο όρος "aluminum compounds" αναφέρεται σε χημικές ενώσεις που περιέχουν το στοιχείο αλουμίνιο. Αυτές οι ενώσεις μπορούν να είναι οργανικές ή ανόργανες και χρησιμοποιούνται σε πολλές βιομηχανίες, όπως η χημική βιομηχανία, οι κατασκευές και η παραγωγή ηλεκτρονικών συσκευών. Στη γλώσσα Αγγλικά, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα και σε διαλέξεις σχετικές με τη χημεία και τη βιομηχανία.
Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Οι ενώσεις αλουμινίου μπορούν να βρεθούν σε διάφορα ορυκτά.
Many aluminum compounds are used in the production of ceramics.
Πολλές ενώσεις αλουμινίου χρησιμοποιούνται στην παραγωγή κεραμικών.
The study of aluminum compounds is essential for materials science.
Η φράση "aluminum compounds" δεν είναι κάποιες φορές μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που αναφέρονται σε εφαρμογές του αλουμινίου και των ενώσεών του.
Οι ενώσεις αλουμινίου κρατούν το κλειδί για ελαφριά σχέδια αυτοκινήτων.
"Innovations in aluminum compounds can lead to improved battery technology."
Καινοτομίες στις ενώσεις αλουμινίου μπορούν να οδηγήσουν σε βελτιωμένη τεχνολογία μπαταριών.
"Scientists are exploring new aluminum compounds for better conductivity."
Οι επιστήμονες εξερευνούν νέες ενώσεις αλουμινίου για καλύτερη αγωγιμότητα.
"Aluminum compounds are crucial in water purification processes."
Η λέξη "aluminum" προέρχεται από τη λατινική λέξη "alumen," που σημαίνει "άλας". Αρχικά, η χρήση του αλουμινίου ως υλικού ξεκίνησε τον 19ο αιώνα και με την εξέλιξη της χημείας, ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ενώσεις του.
Συνώνυμα: - Aluminum salts (άλυλοι αλουμινίου) - Aluminates (αλουμινίτες)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν συνήθως άμεσα αντώνυμα για τη συγκεκριμένη φράση, δεδομένου ότι αναφέρεται σε μια κατηγορία χημικών ενώσεων. Ωστόσο, μπορεί να σκεφτεί κανείς "non-metal compounds" (μη μεταλλικές ενώσεις) στο γενικότερο πλαίσιο χημίας.