Αυτό είναι ένα επίθετο.
/ˌæl.vi.oʊə.lɪŋ.ɡwəl/
Ο όρος "alveololingual" αναφέρεται σε μια κατηγορία ή χαρακτηριστικό συνδυασμού που σχετίζεται με τα αλβέα (alveoli) και τη γλώσσα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη φωνητική και την ανατομία της γλώσσας, όπου περιγράφει την παραγωγή ήχων που περιλαμβάνει την επαφή της γλώσσας με την αλβέα των δοντιών.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα και σπάνια στη καθημερινή ομιλία, γεγονός που δείχνει ότι έχει χαμηλή συχνότητα χρήσης.
Οι αλβεολογλωσσικοί ήχοι είναι κρίσιμοι στη φωνητική μελέτη γλωσσών.
Understanding alveololingual articulation helps in language acquisition.
Ο όρος "alveololingual" δεν είναι συνήθως μέρος κάποιων ιδιωμάτων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα ακαδημαϊκά ή επιστημονικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τις γλώσσες ή τις άρθρωσεις που περιλαμβάνουν την επαφή με το άκρο της γλώσσας και την αλβέα. Ωστόσο, δυστυχώς, δεν υπάρχουν τυπικές ιδεοληψίες με τον όρο.
Η λέξη "alveololingual" προέρχεται από τις ελληνικές ρίζες "alveolus" (αλβέολος) που σημαίνει "τσέπη" ή "θάλαμος" και "lingua" (γλώσσα) που σημαίνει "γλώσσα". Επομένως, αναφέρεται στην γλωσσική άρθρωση που εμπλέκει τις περιοχές γύρω από τις αλβέες.
Συνώνυμα: - Τίποτα συγκεκριμένο δεν αναφέρεται στην αγγλική καθώς είναι ένας εξειδικευμένος όρος.
Αντώνυμα: - Χωρίς συνηθισμένα αντώνυμα, καθώς η συζήτηση για τη γλώσσα πλαταίνει σε άλλες προσεγγίσεις ή τρόπους άρθρωσης.