Amanitine - Ουσιαστικό
/əˈmænɪtiːn/
Αμανιτίνη - η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως ως όρος στην ιατρική και τη βιολογία.
Η αμανιτίνη είναι μια τοξική ένωση που συναντάται σε ορισμένα είδη μανιταριών, όπως το Amanita phalloides (γνωστό ως "θανατηφόρο μανιτάρι"). Είναι γνωστή για την ικανότητά της να προκαλεί σοβαρές βλάβες στο ήπαρ και στους νεφρούς, και η κατανάλωσή της μπορεί να είναι θανατηφόρα. Στη γλώσσα τα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι αυξημένη στη γραπτή μορφή, ιδίως σε επιστημονικά κείμενα και μελέτες.
The amantine found in death cap mushrooms is highly toxic to humans. Η αμανιτίνη που βρίσκεται στα 'θανάσιμα' μανιτάρια είναι πολύ τοξική για τους ανθρώπους.
Researchers are studying how amantine affects liver cells. Οι ερευνητές μελετούν πώς η αμανιτίνη επηρεάζει τα ηπατικά κύτταρα.
Ingesting even a small amount of amantine can lead to severe health issues. Η κατανάλωση ακόμη και μικρής ποσότητας αμανιτίνης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η λέξη "amanitine" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η επικοινωνία σχετικά με αυτή μπορεί να περιλαμβάνει συνθήκες όπως:
"He suffered from amanitine poisoning after consuming wild mushrooms." Πάσχει από δηλητηρίαση από αμανιτίνη μετά την κατανάλωση άγριων μανιταριών.
"Avoiding mushrooms that may contain amanitine is crucial for safety." Η αποφυγή μανιταριών που μπορεί να περιέχουν αμανιτίνη είναι κρίσιμη για την ασφάλεια.
"The effects of amanitine are often underestimated by foragers." Οι επιδράσεις της αμανιτίνης συχνά υποτιμώνται από τους συλλέκτες μανιταριών.
Η λέξη "amanitine" προέρχεται από το γένος φυτών Amanita, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα είδη μανιταριών, σε συνδυασμό με την κατάληξη -ine, που χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει χημικές ενώσεις.
Συνώνυμα: - Τοξίνη (μόνο σε επιστημονικό ή βιολογικό πλαίσιο)
Αντώνυμα: - Αντιαμανιτίνη (πολύ σπάνιο στον καθομιλούμενο λόγο, σχετίζεται με ενδογενείς ή θεραπευτικές εναλλακτικές λύσεις)