Ουσιαστικό (noun)
/ˌæm.bɪˈdɛk.strɪ.zəm/
Αμφιδεξιότητα αναφέρεται στην ικανότητα ενός ατόμου να χρησιμοποιεί και τα δύο χέρια με ίση ευχέρεια ή επίδοση. Στην αγγλική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα που είναι εξίσου επιδέξια σε διάφορες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τη χρήση χεριών. Η λέξη "ambidextrism" χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια σε καθημερινή ομιλία και είναι πιο κοινή σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα. Φαίνεται να χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο.
He demonstrated remarkable ambidextrism while playing the guitar.
Δηλώθηκε αξιοσημείωτη αμφιδεξιότητα ενώ έπαιζε κιθάρα.
Ambidextrism can be an advantage in many sports.
Η αμφιδεξιότητα μπορεί να είναι πλεονέκτημα σε πολλά σπορ.
Η λέξη “ambidextrism” δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρακάτω ακολουθούν κάποιες πιθανές χρήσεις της:
Becoming a surgeon requires not only skill but also a degree of ambidextrism.
Η εκπαίδευση ενός χειρούργου απαιτεί όχι μόνο δεξιοτεχνία αλλά και ένα βαθμό αμφιδεξιότητας.
In basketball, players with ambidextrism can perform better, as they can shoot from either hand.
Στο μπάσκετ, οι παίκτες με αμφιδεξιότητα μπορούν να αποδώσουν καλύτερα, καθώς μπορούν να σουτάρουν με το ένα ή το άλλο χέρι.
His ambidextrism was evident when he was able to switch hands effortlessly.
Η αμφιδεξιότητά του ήταν προφανής όταν μπόρεσε να αλλάξει χέρι χωρίς καμία προσπάθεια.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "ambidextrus", το οποίο σημαίνει "και οι δύο δεξιότητες", σύνθεση των λέξεων "ambi-" που σημαίνει "και τα δύο" και "dexter" που σημαίνει "δεξί" ή "ικανός".
Συνώνυμα: - ambidexterity
Αντώνυμα: - dexterity (μόνο με το ένα χέρι) - clumsiness (αδεξιότητα)