Ambivalence είναι ουσιαστικό.
/ˌæm.bɪˈvɑː.ləns/
Η λέξη "ambivalence" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου ένα άτομο έχει αντίθετα συναισθήματα ή σκέψεις για ένα συγκεκριμένο θέμα ή πρόσωπο. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκαλεί σύγχυση και αμφιβολία, καθώς η ατομική σκέψη είναι σε αντίφαση με τα συναισθήματα.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, και παρατηρείται συχνά σε ψυχολογικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις.
Η αμφιθυμία της απέναντι στη νέα δουλειά την έκανε να διστάσει να την αποδεχτεί.
He expressed ambivalence about moving to a new city.
Εκφράζε την αμφιθυμία του σχετικά με τη μετακόμιση σε μια νέα πόλη.
The ambivalence of the situation left everyone confused.
Η λέξη "ambivalence" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει συγκεκριμένες καταστάσεις.
Το να ζεις με τον διχασμό μπορεί να είναι εξουθενωτικό.
Her ambivalence toward the relationship caused them many arguments.
Η αμφιθυμία της σχετικά με τη σχέση τους προκάλεσε πολλές διαμάχες.
Ambivalence in decision-making often leads to procrastination.
Η αμφιθυμία στη λήψη αποφάσεων συχνά οδηγεί σε καθυστέρηση.
He struggled with his ambivalence about deepening their friendship.
Αγωνίστηκε με την αμφιθυμία του σχετικά με το να εμβαθύνει τη φιλία τους.
Many people feel ambivalence about their career choices.
Η λέξη "ambivalence" προέρχεται από τις λατινικές λέξεις "ambi-" που σημαίνει "και οι δύο" και "valentia" που σημαίνει "δύναμη" ή "ικανότητα". Ο συνδυασμός υποδηλώνει την ύπαρξη πολλών (ή αντίθετων) δυνάμεων ή συναισθημάτων.
Συνώνυμα: - Uncertainty (ανασφάλεια) - Conflicted feelings (αντίθετα συναισθήματα) - Mixed emotions (μικτά συναισθήματα)
Αντώνυμα: - Certainty (βεβαιότητα) - Decisiveness (αποφασιστικότητα) - Clarity (σαφήνεια)