Η φράση "amenable to persuasion" είναι ουσιαστικά ένα επίθετο που περιγράφει κάποιον που είναι ανοιχτός ή δεκτικός σε πειθώ.
/əˈmiː.nə.bəl tə pərˈsweɪ.ʒən/
Η φράση "amenable to persuasion" αναφέρεται σε άτομα ή καταστάσεις που είναι ανοιχτά να πεισθούν ή να αλλάξουν γνώμη λόγω επιχειρημάτων ή προτάσεων. Χρησιμοποιείται συχνά σε προτάσεις που περιγράφουν τη φύση κάποιου ατόμου ή την ικανότητά του να αποδέχεται νέες ιδέες ή προτάσεις.
Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο στον γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο. Είναι σχετικά συχνή σε επιχειρηματικές ή ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Είναι πολύ δεκτική σε πειθώ όταν παρουσίαζονται λογικά επιχειρήματα.
The committee was amenable to persuasion after reviewing the latest research.
Η επιτροπή ήταν δεκτική σε πειθώ μετά την εξέταση της τελευταίας έρευνας.
His amenable to persuasion made it easy for the team to implement the new policy.
Η φράση "amenable to persuasion" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες εμπνευσμένες προτάσεις κάτω από διάφορα συμφραζόμενα:
Το να είναι κανείς δεκτικός σε πειθώ είναι ουσιώδες στις διαπραγματεύσεις.
A leader must be amenable to persuasion in order to adapt to changing circumstances.
Ένας ηγέτης πρέπει να είναι δεκτικός σε πειθώ για να προσαρμοστεί σε μεταβαλλόμενες συνθήκες.
The manager was amenable to persuasion, which helped improve team morale.
Ο διευθυντής ήταν δεκτικός σε πειθώ, γεγονός που βοήθησε στη βελτίωση του ηθικού της ομάδας.
Are you amenable to persuasion when it comes to new ideas?
Είσαι δεκτικός σε πειθώ όταν πρόκειται για νέες ιδέες;
An amenable to persuasion personality can enhance collaboration in any project.
Η λέξη "amenable" προέρχεται από το λατινικό "aminabilis", το οποίο σημαίνει "κατάλληλο για". Στην Αγγλική γλώσσα, έχει προστεθεί η έννοια της αποδοχής και της προσαρμοστικότητας.
Responsive (ανταγωνιστικός)
Αντώνυμα:
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συνήθως σε πνεύματα συνεργασίας, όπου η ικανότητα πειθούς είναι σημαντική για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.