Ο όρος "amenstrual ovulation" είναι ουσιαστικό.
/aɪˌmɛnstrʊəl ˌoʊvjuˈleɪʃən/
Ο όρος "amenstrual ovulation" αναφέρεται στην ωορρηξία που συμβαίνει σε γυναίκες οι οποίες δεν έχουν περιοδικές εμμηνόρροιες. Αυτές οι γυναίκες μπορεί να έχουν φυσιολογική ωορρηξία, αλλά δεν βιώνουν κανονικό έμμηνο κύκλο. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκύψει από διάφορους παράγοντες, όπως ορμονικές ανισορροπίες, σωματική άσκηση, διατροφή ή άλλες παθολογικές καταστάσεις.
Η χρήση του όρου είναι σχετικά σπάνια στο καθημερινό λόγο, αλλά πιο συχνά απαντάται σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα.
"Women with amenstrual ovulation may still conceive."
(Οι γυναίκες με αμηνορρυσία ωορρηξία μπορεί ακόμα να συλλάβουν.)
"Doctors often evaluate the cause of amenstrual ovulation."
(Οι γιατροί συχνά αξιολογούν την αιτία της αμηνορρυσίας ωορρηξίας.)
"Understanding amenstrual ovulation is crucial for reproductive health." (Η κατανόηση της αμηνορρυσίας ωορρηξίας είναι κρίσιμη για τη αναπαραγωγική υγεία.)
Ο όρος "amenstrual ovulation" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της ιατρικής του φύσης. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που μπορεί να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της υγείας και της γονιμότητας.
"She learned that her amenstrual ovulation was linked to her athletic training." (Έμαθε ότι η αμηνορρυσία ωορρηξία της ήταν συνδεδεμένη με την αθλητική της εκπαίδευση.)
"Some women experience amenstrual ovulation due to stress." (Ορισμένες γυναίκες βιώνουν αμηνορρυσία ωορρηξία λόγω του στρες.)
"Monitoring amenstrual ovulation can help in family planning." (Η παρακολούθηση της αμηνορρυσίας ωορρηξίας μπορεί να βοηθήσει στον προγραμματισμό οικογένειας.)
Η λέξη "amenstrual" προέρχεται από το πρόθεμα "a-" (που σημαίνει "χωρίς") και "menstrual" (που σχετίζεται με την εμμηνόρροια). Ο όρος "ovulation" προέρχεται από τη λέξη "ovula", που σημαίνει "αυγό", σχετιζόμενο με τη διαδικασία απελευθέρωσης ωαρίου από τις ωοθήκες.
Συνώνυμα: - Αμηνορρυσία (Amenorrhea) - Διαταραχή κύκλου (Cycle disorder)
Αντώνυμα: - Εμμηνόρροια (Menstruation) - Κανονικός κύκλος (Regular cycle)