Η λέξη "amiable" σημαίνει κάποιον που είναι φιλικός και ευχάριστος, κάποιος με τον οποίο μπορείς εύκολα να κάνεις παρέα. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει ανθρώπους που είναι ευχάριστοι και προσβάσιμοι. Είναι μια σχετικά κοινή λέξη στη γραπτή και προφορική γλώσσα, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα ή πιο επίσημες συζητήσεις.
She has an amiable personality that makes her easy to be around.
Έχει μια φιλότιμη προσωπικότητα που την καθιστά εύκολη στην παρέα.
The amiable host welcomed us with a warm smile.
Ο φιλόξενος οικοδεσπότης μας υποδέχθηκε με ένα ζεστό χαμόγελο.
Their amiable conversation made the evening enjoyable.
Η φιλότιμη συζήτησή τους έκανε τη βραδιά ευχάριστη.
Η λέξη "amiable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις και περιγραφές:
An amiable disposition is key to building strong relationships.
Μια φιλότιμη διάθεση είναι το κλειδί για την οικοδόμηση ισχυρών σχέσεων.
He approached the situation with an amiable attitude, which helped diffuse tension.
Προσέγγισε την κατάσταση με μια φιλότιμη στάση, κάτι που βοήθησε να μειωθεί η ένταση.
Having amiable coworkers can enhance the workplace atmosphere.
Η ύπαρξη φιλότιμων συναδέλφων μπορεί να βελτιώσει την ατμόσφαιρα στον χώρο εργασίας.
Η λέξη "amiable" προέρχεται από τη λατινική λέξη "amabilis", που σημαίνει "αξιολάτρευτος", "φιλότιμος", και προέρχεται από το "amare", που σημαίνει "να αγαπάς".
Η λέξη "amiable" είναι συνώνυμη με την ιδέα του φιλότιμου και της ευγένειας, ενώ αντιτίθεται σε χαρακτηριστικά όπως η ΄'αντιπάθεια΄' ή η 'αδιαφορία'.