Aminoglycoside είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌæməˈnaɪɡləˌsaɪd/
Τα αμινογλυκοσίδια είναι μια ομάδα αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται κυρίως κατά βακτηριακών λοιμώξεων. Είναι γνωστά για την ικανότητά τους να αναστέλλουν τη σύνθεση πρωτεϊνών στα βακτήρια. Χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων, όπως εκείνες που προκαλούνται από ανθεκτικά στελέχη βακτηρίων. Χρησιμοποιούνται κυρίως στο νοσοκομειακό περιβάλλον και η χρήση τους έχει μειωθεί λόγω παρενεργειών τους, όπως η ωτοτοξικότητα.
Η λέξη "aminoglycoside" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο και συγκεκριμένα στον τομέα της ιατρικής και της φαρμακολογίας, παρά στον προφορικό λόγο.
Τα αμινογλυκοσίδια είναι αποτελεσματικά κατά σοβαρών βακτηριακών λοιμώξεων.
Patients receiving aminoglycosides must be monitored for potential side effects.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν αμινογλυκοσίδια πρέπει να παρακολουθούνται για ενδεχόμενες παρενέργειες.
The doctor prescribed an aminoglycoside to treat the infection.
Παρόλο που η λέξη "aminoglycoside" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται σε επιστημονικά συμφραζόμενα και μπορεί να συνδυαστεί με άλλες ιατρικές όρους:
Η χρήση της θεραπείας με αμινογλυκοσίδια έχει υπάρξει αμφιλεγόμενη σε πρόσφατες μελέτες.
Understanding the pharmacokinetics of aminoglycosides is crucial for their safe use.
Η κατανόηση της φαρμακοκινητικής των αμινογλυκοσίδων είναι κρίσιμη για τη ασφαλή χρήση τους.
Gentamicin is one of the most common aminoglycosides used in clinical practice.
Η λέξη "aminoglycoside" προέρχεται από τα στοιχεία: - Amino: σχετίζεται με τη χημική ομάδα –NH₂ (αμινομάδα), που είναι χαρακτηριστική των αμινοξέων. - Glycoside: προέρχεται από τη λέξη "γλυκόζη", αναφερόμενη σε μια ομάδα ζαχάρων.
Συνώνυμα: - Antibacterial agent (Αντιβακτηριακός παράγοντας)
Αντώνυμα: - Antibiotic resistance (Αντίσταση στα αντιβιοτικά)
Οι αμινογλυκοσίδες είναι μια σημαντική κατηγορία αντιβιοτικών με πολλές κλινικές χρήσεις, αλλά απαιτούν προσοχή λόγω των παρενεργειών τους. Η χρήση τους είναι κυρίως περιορισμένη σε νοσοκομειακό περιβάλλον και συχνά απαιτεί παρακολούθηση.