Amputating knife: Ουσιαστικό (φράση)
/ˈæmpjʊˌteɪtɪŋ naɪf/
Το "amputating knife" αναφέρεται σε ένα ειδικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον ακρωτηριασμό, δηλαδή την αφαίρεση ενός μέλους του σώματος. Αυτά τα μαχαίρια είναι σχεδιασμένα να είναι αιχμηρά και ισχυρά, έτσι ώστε να μπορούν να κόψουν εύκολα στους ιστούς.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικά ή χειρουργικά πλαίσια, όπως σε νοσοκομεία ή κλινικές.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως αναφορές και ιατρικά εγχειρίδια.
The surgeon prepared the amputating knife for the operation.
(Ο χειρουργός προετοίμασε το αμπούτατο μαχαίρι για την επιχείρηση.)
He has experience in using an amputating knife during traumatic surgeries.
(Έχει εμπειρία στη χρήση ενός μαχαιριού ακρωτηριασμού κατά τη διάρκεια τραυματικών επεμβάσεων.)
The nurse ensured the sterilization of the amputating knife before the procedure.
(Η νοσοκόμα διασφάλισε την αποστείρωση του μαχαιριού ακρωτηριασμού πριν από την διαδικασία.)
Η φράση "amputating knife" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις που αφορούν την ιατρική ή τους τραυματισμούς:
"To cut something off like an amputating knife."
(Να κόψει κάτι όπως ένα μαχαίρι ακρωτηριασμού.) - Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αμελή ή απότομη αποκοπή μιας σχέσης ή μιας συνεργασίας.
"When you need to make a clean break, use the amputating knife approach."
(Όταν χρειάζεστε να κάνετε μια καθαρή διακοπή, χρησιμοποιήστε την προσέγγιση του μαχαιριού ακρωτηριασμού.) - Αναφέρεται σε αποφάσεις που απαιτούν ριζική αλλαγή.
Η λέξη "amputating" προέρχεται από το λατινικό "amputare", που σημαίνει "κόβω" ή "αφαιρώ". Η λέξη "knife" προέρχεται από το παλαιά αγγλικά "cnif", που σημαίνει "κοφτερό εργαλείο για κοπή".
Συνώνυμα: - Surgical knife (χειρουργικό μαχαίρι) - Scalpel (σκαλπέλ)
Αντώνυμα: - Joining tool (εργαλείο σύνδεσης) - Healing instrument (όργανο επούλωσης)