Adverb (Επίρρημα)
/əˈmjuː.zɪŋ.li/
Η λέξη "amusingly" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που εκφράζεται ή γίνεται με τρόπο που προκαλεί γέλιο ή διασκέδαση. Είναι ένα επίρρημα που συχνά παρατηρείται σε προτάσεις που θέλουν να προσδώσουν μια ευχάριστη ή αστεία ατμόσφαιρα. Αναφορικά με τη συχνότητα χρήσης, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και έχει σημαντική παρουσία και στην προφορική γλώσσα.
He told the story amusingly, making everyone laugh.
(Είπε την ιστορία με διασκεδαστικό τρόπο, κάνοντάς τους όλους να γελάσουν.)
Amusingly, the cat seemed to understand the joke.
(Αστεία, φαίνεται ότι η γάτα καταλάβαινε το αστείο.)
Ο όρος "amusingly" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή παρατηρήσεις που φέρνουν γέλιο.
He amusingly pointed out the irony of the situation.
(Διασκεδαστικά, ανέδειξε την ειρωνία της κατάστασης.)
They amusingly reminisced about their childhood adventures.
(Με διασκεδαστικό τρόπο, αναπολούσαν τις παιδικές τους περιπέτειες.)
The comedian spoke amusingly about everyday life.
(Ο κωμικός μίλησε με διασκεδαστικό τρόπο για την καθημερινή ζωή.)
She amusingly critiqued the absurdity of modern trends.
(Αστεία, κριτίκαρε την παραλογικότητα των σύγχρονων τάσεων.)
Amusingly enough, the mundane tasks turned into a fun competition.
(Διασκεδαστικά, οι κωδικές εργασίες μετατράπηκαν σε έναν διασκεδαστικό ανταγωνισμό.)
Η λέξη "amusingly" προέρχεται από το ουσιαστικό "amuse", το οποίο έχει γαλλικές ρίζες από τη λέξη "amuser", που σημαίνει "να διασκεδάζω". Το "amuse" σχηματίστηκε επίσης από το πρόθεμα "a-" και τη λέξη "muse", η οποία σχετίζεται με το να αποσπά τον νου από τις σκέψεις ή τις σκοτούρες.
Συνώνυμα: - amusing - entertainingly - humorously
Αντώνυμα: - unamusingly - seriously - somberly