Το "amyl acetate" είναι ουσιαστικό.
/aˈmɪl əˌseɪt/
Η αμυλοοξική είναι μια οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία των εστέρων. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης και έχει μια χαρακτηριστική φρουτώδη οσμή. Χρησιμοποιείται ευρέως σε εφαρμογές όπως η παραγωγή αρωμάτων, χρωμάτων και σε διάφορες βιομηχανικές διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τις χημικές και βιομηχανικές επιστήμες, ενώ εμφανίζεται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Το εργαστήριο χρησιμοποίησε αμυλοοξική ως διαλύτη στο πείραμα.
Amyl acetate has a pleasant fruity smell that is often utilized in perfumes.
Η αμυλοοξική δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το περιβάλλον στο οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί:
"Η χρήση αμυλοοξικής σε μικρές ποσότητες μπορεί να ενισχύσει την ποιότητα της μπογιάς σας."
"When handling amyl acetate, make sure to work in a well-ventilated area."
"Όταν χειρίζεστε αμυλοοξική, βεβαιωθείτε ότι εργάζεστε σε καλά αεριζόμενο χώρο."
"Amyl acetate is often the key ingredient in many synthetic fragrances."
Η λέξη "amyl" προέρχεται από το λατινικό "amylum," που σημαίνει άμυλο, ενώ η λέξη "acetate" προέρχεται από το λατινικό "aceticum," που σημαίνει οξύ.
Συνώνυμα: - Acetic acid amyl ester - Pentyl acetate
Αντώνυμα: - Acetic acid (σε σχέση με το ότι πρόκειται για δύο αντίθετες ενώσεις: εστέρες και οξέα)