Φράση (φράση που σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος είναι αποκλειστικά πιο ανώτερος σε σύγκριση με κάποιον άλλο, συχνά σε περιβάλλον ανταγωνισμού).
/æn aʊt mætʃ/
Η φράση "an out match" χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος ή κάτι είναι σαφώς ανώτερο από έναν αντίπαλο ή ένα ανταγωνιστικό στοιχείο. Εμφανίζεται συχνά σε αθλητικά και επιχειρηματικά πλαίσια, υπονοώντας ότι δεν υπάρχει σημαντική ανταγωνιστικότητα στην κατάσταση.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε αθλητικές μεταδόσεις ή συζητήσεις σχετικά με τον ανταγωνισμό.
The team's strategy was an out match against their opponents.
Η στρατηγική της ομάδας ήταν ανώτερη απέναντι στους αντιπάλους τους.
His skills were an out match at the tournament, leading to a quick victory.
Οι ικανότητές του ήταν ανώτερες στο τουρνουά, οδηγώντας σε μια γρήγορη νίκη.
Η φράση "an out match" δεν είναι κοινή ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς με άλλες λέξεις για να εκφράσει την ιδέα της ανωτερότητας:
He's an out match for the competition.
Είναι ανώτερος από τον ανταγωνισμό.
In this contest, she proved to be an out match for everyone else.
Σε αυτόν τον διαγωνισμό, αποδείχθηκε ανώτερη από όλους τους άλλους.
The new product is an out match in the market.
Το νέο προϊόν είναι ανώτερο στην αγορά.
Η λέξη "match" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και αρχικά σήμαινε "ομοιότητα" ή "σύγκριση". Με την πάροδο του χρόνου, η έννοια της σύγκρισης επεκτάθηκε για να περιλάβει και την έννοια της ανωτερότητας.
Συνώνυμα: - υπερισχύω - κερδίζω
Αντώνυμα: - υπολείπομαι - υστερώ