Φράση (expression).
/æn aʊt ənd aʊt laɪ/
Η φράση "an out-and-out lie" αναφέρεται σε μια ψευτιά που είναι απόλυτη και ξεκάθαρη, χωρίς κανένα ίχνος αλήθειας. Χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι είναι εντελώς ψευδές και δεν έχει καμία απολύτως βάση στην πραγματικότητα. Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά και στις προφορικές και στις γραπτές συζητήσεις. Αν και καταγράφεται συχνότερα στο γραπτό κείμενο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στην ομιλία.
The politician was caught telling an out-and-out lie about his record.
Ο πολιτικός πιάστηκε να λέει μια ολοκληρωτική ψευτιά σχετικά με το ιστορικό του.
It’s clear to everyone that his excuse was just an out-and-out lie.
Είναι προφανές σε όλους ότι η δικαιολογία του ήταν απλώς μια απόλυτη ψευτιά.
She called it an out-and-out lie when they claimed they didn’t understand the instructions.
Αυτή το χαρακτήρισε ως ολοκληρωτική ψευτιά όταν ισχυρίστηκαν ότι δεν καταλάβαιναν τις οδηγίες.
Η φράση "out-and-out" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει κάτι που είναι απόλυτο ή χωρίς αμφιβολία:
He is an out-and-out fraud.
Αυτός είναι ένας απόλυτος απατεώνας.
That was an out-and-out disaster.
Αυτό ήταν μια απόλυτη καταστροφή.
She made an out-and-out effort to win the competition.
Έκανε μια απόλυτη προσπάθεια να κερδίσει τον διαγωνισμό.
The movie was an out-and-out success at the box office.
Η ταινία ήταν μια απόλυτη επιτυχία στο ταμείο.
They are out-and-out rebels against the system.
Αυτοί είναι απόλυτοι επαναστάτες κατά του συστήματος.
Η φράση "out-and-out" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "out-and-out", που σημαίνει "εντελώς" ή "απολύτως". Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν αυστηρό και απόλυτο χαρακτηρισμό. Το "lie" έχει τις ρίζες του στην παλαιά αγγλική λέξη "leog," που σημαίνει "ψευδές" ή "παραπλανητικό λόγο".
Συνώνυμα: - outright lie - complete falsehood - absolute deception
Αντώνυμα: - truth - honesty - accuracy