Αντώνυμο: επίθετο (adjective)
[ænəˈkrɒnəs]
Η λέξη "anachronous" αναφέρεται σε κάτι που είναι εκτός του χρονολογικού πλαισίου ή που τοποθετείται σε μια εποχή όπου δεν ανήκει. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει πληροφορίες, γεγονότα ή στοιχεία που δεν ταιριάζουν με την εποχή στην οποία προσδιορίζονται.
Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά και literarily contexts, και δεν είναι κοινή στον προφορικό λόγο.
The film included an anachronous scene that featured modern technology in a historical setting. Η ταινία περιλάμβανε μια αναχρονική σκηνή που παρουσίαζε σύγχρονη τεχνολογία σε ένα ιστορικό περιβάλλον.
His attire was anachronous, as he wore clothes from the 18th century at the modern party. Η ενδυμασία του ήταν αναχρονική, καθώς φορούσε ρούχα από τον 18ο αιώνα σε μια σύγχρονη γιορτή.
The book's anachronous references to digital devices made it difficult to believe its historical setting. Οι αναχρονικές αναφορές του βιβλίου σε ψηφιακές συσκευές καθιστούσαν δύσκολο να πιστέψεις το ιστορικό του υπόβαθρο.
Η λέξη "anachronous" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες συγκεκριμένες φράσεις για να τονίσει την ασυμβατότητα μεταξύ χρόνων.
To feel anachronous in the modern world. Να νιώθεις αναχρονικός στον σύγχρονο κόσμο.
His ideas seemed anachronous in today's fast-paced society. Οι ιδέες του φάνηκαν αναχρονικές στην ταχύτατη κοινωνία του σήμερα.
Using anachronous language can be confusing for modern readers. Η χρήση αναχρονικής γλώσσας μπορεί να είναι συγκεχυμένη για τους σύγχρονους αναγνώστες.
Η λέξη "anachronous" προέρχεται από το ελληνικό "ανά" (ανά) και "χρόνος" (χρόνος), και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ανυπαρξία ταύτισης με την κατάλληλη χρονική περίοδο.
Συνώνυμα: - out-of-date - outdated - anachronistic
Αντώνυμα: - contemporary - modern - timely