Ρήμα
/ˌeɪ.nəˈsθiː.taɪz/
Η λέξη "anaesthetize" σημαίνει την πράξη της εφαρμογής αναισθησίας σε έναν ασθενή, προκειμένου να μειωθεί ή να εξαλειφθεί η αίσθηση του πόνου κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής διαδικασίας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και νοσοκομειακά συμφραζόμενα. Έχει συχνή χρήση στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε ιατρικά κείμενα και αναφορές.
The doctor decided to anaesthetize the patient before the surgery.
(Ο γιατρός αποφάσισε να αναισθητοποιήσει τον ασθενή πριν από την επέμβαση.)
It is essential to anaesthetize the area thoroughly to ensure the patient feels no pain.
(Είναι απαραίτητο να αναισθητοποιήσουμε την περιοχή διεξοδικά για να διασφαλίσουμε ότι ο ασθενής δεν θα νιώσει πόνο.)
Η λέξη "anaesthetize" χρησιμοποιείται στην ιατρική και δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε διάφορα συμφραζόμενα:
He was so nervous about the procedure that they decided to anaesthetize him even before the IV was inserted.
(Ήταν τόσο νευρικός σχετικά με τη διαδικασία που αποφάσισαν να τον αναισθητοποιήσουν ακόμα και πριν από την εισαγωγή του καθετήρα.)
For certain dental procedures, it’s common to anaesthetize the gums to minimize discomfort.
(Για ορισμένες οδοντιατρικές διαδικασίες, είναι κοινό να αναισθητοποιούμε τα ούλα για να ελαχιστοποιήσουμε την ενόχληση.)
The advancements in medicine have made it possible to safely anaesthetize patients even in high-risk situations.
(Οι εξελίξεις στη ιατρική έχουν κάνει δυνατή την ασφαλή αναισθησία ασθενών ακόμη και σε καταστάσεις υψηλού κινδύνου.)
Η λέξη "anaesthetize" προέρχεται από το ελληνικό "αναισθησία" (anaesthesia) και συνδυάζεται με το αγγλικό επίθημα "-ize", που δηλώνει τη διαδικασία ή την πράξη.
Συνώνυμα: - Anesthetize - Numb - Desensitize
Αντώνυμα: - Sensitize - Stimulate - Arouse