Anal tumor: είναι μια φράση που αναφέρεται σε έναν όγκο που βρίσκεται στην περιοχή του πρωκτού. Ο όρος "anal" είναι επίθετο και "tumor" είναι ουσιαστικό.
/ˈeɪ.nəl ˈtjuː.mər/
Ο όρος "anal tumor" αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος όγκου που σχηματίζεται στην περιοχή του πρωκτού. Μπορεί να είναι καλοήθες (π.χ., πολυπόδιο) ή κακοήθες (π.χ., καρκίνος). Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά πλαίσια και είναι σχετικά εξειδικευμένος. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα και λιγότερο σε προφορική καθημερινή γλώσσα.
Συχνότητα Χρήσης: Προτιμάται σε γραπτό ιατρικό λόγο.
The doctor diagnosed him with an anal tumor.
Ο γιατρός του διέγνωσε έναν όγκο στον πρωκτό.
Treatment options for an anal tumor include surgery and radiation.
Οι επιλογές θεραπείας για έναν όγκο στον πρωκτό περιλαμβάνουν χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπεία.
Symptoms of an anal tumor can include pain and bleeding.
Τα συμπτώματα ενός όγκου στον πρωκτό μπορεί να περιλαμβάνουν πόνο και αιμορραγία.
Ο συγκεκριμένος όρος δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω του ιατρικού του χαρακτήρα. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε κάποιες παραλλαγές που περιλαμβάνουν την λέξη "tumor":
"He has been dealing with a lot of stress since his anal tumor diagnosis."
Αγωνίζεται με πολύ άγχος από τη στιγμή που του διαγνώστηκε ο όγκος στον πρωκτό.
"Understanding the implications of an anal tumor can be challenging."
Η κατανόηση των επιπτώσεων ενός όγκου στον πρωκτό μπορεί να είναι δύσκολη.
"She joined a support group for those affected by anal tumors."
Έγινε μέλος μιας ομάδας υποστήριξης για όσους επηρεάζονται από όγκους στον πρωκτό.
Συνώνυμα: - Anal neoplasm (νεόπλασμα πρωκτού) - Rectal tumor (όγκος στο ορθό)
Αντώνυμα: - Healthy tissue (υγιής ιστός) - Non-cancerous growth (μη καρκινώδης ανάπτυξη)
Αυτή η ολιστική προσέγγιση του όρου "anal tumor" παρέχει τις βασικές πληροφορίες, σημασία, παραδείγματα χρήσης και συσχετισμούς εντός της γλώσσας Αγγλικά και Ελληνικά.