Αλγέβρα: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /ˈæn.əl.dʒi.ə/
Η λέξη "analgesia" αναφέρεται στην κατάσταση όπου υπάρχει έλλειψη ή αδυναμία αντίληψης του πόνου. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και φαρμακευτικά πλαίσια για να περιγράψει διάφορες μεθόδους ή φάρμακα που ανακουφίζουν τον πόνο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό κείμενο παρά σε προφορικό λόγο.
The patient experienced analgesia after receiving the pain relief medication.
Ο ασθενής βίωσε αναλγησία μετά την παραλαβή του φαρμάκου για την ανακούφιση του πόνου.
In some cases, analgesia can be achieved through natural remedies.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αναλγησία μπορεί να επιτευχθεί μέσω φυσικών θεραπειών.
The anesthesiologist ensured that complete analgesia was maintained during the surgery.
Ο αναισθησιολόγος διασφάλισε ότι η πλήρης αναλγησία διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.
Ενώ η λέξη "analgesia" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα ιατρικά συμφραζόμενα.
After the surgery, the doctor provided an analgesia regimen that reduced pain effectively.
Μετά την επέμβαση, ο γιατρός παρείχε ένα καθεστώς αναλγησίας που μείωσε τον πόνο αποτελεσματικά.
The efficacy of continuous analgesia is crucial in postoperative care.
Η αποτελεσματικότητα της συνεχούς αναλγησίας είναι κρίσιμη στην μετεγχειρητική φροντίδα.
Η λέξη "analgesia" προέρχεται από τα ελληνικά "ἀνά" (ana = χωρίς, αντί) και "ἄλγος" (algos = πόνος), γεγονός που αντικατοπτρίζει την έννοιά της ως την κατάσταση χωρίς πόνο.
Συνώνυμα: - Αναισθησία - Ανακούφιση από πόνο
Αντώνυμα: - Αλγοφόρος (αυτός που προκαλεί πόνο) - Πόνος