Ο όρος "analogic" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "analogic" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ənəˈlɑːdʒɪk/.
Η λέξη "analogic" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με ή βασίζεται σε αναλογίες. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη μέθοδο σκέψης ή την αναπαράσταση πληροφοριών μέσω αναλογιών. Είναι πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά προφορικό, ιδιαίτερα σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
The analogic reasoning helps us to understand complex problems better.
Η αναλογική σκέψη μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα πολύπλοκα προβλήματα.
The scientist used an analogic model to explain the phenomenon.
Ο επιστήμονας χρησιμοποίησε ένα αναλογικό μοντέλο για να εξηγήσει το φαινόμενο.
In an analogic comparison, one situation is examined in terms of its similarities to another.
Σε μια αναλογική σύγκριση, μια κατάσταση εξετάζεται με όρους των ομοιοτήτων της με μια άλλη.
Η λέξη "analogic" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες συνδυασμένες φράσεις:
"Using analogic thinking to solve problems can lead to innovative solutions."
Η χρήση αναλογικής σκέψης για την επίλυση προβλημάτων μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμες λύσεις.
"Analogic frameworks are often useful in comparative studies."
Τα αναλογικά πλαίσια είναι συχνά χρήσιμα σε συγκριτικές μελέτες.
"He made an analogic argument to illustrate his point."
Έκανε μια αναλογική επιχειρηματολογία για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του.
Η λέξη "analogic" προέρχεται από τη λέξη "analogy", η οποία έχει τις ρίζες της στα ελληνικά "αναλογία", που σημαίνει "αναλογία", και από το ελληνικό "αναλογείν", που σημαίνει "να αναλογεί".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "analogic" και των συναφών εννοιών της.