Η φράση "analytical coefficient" αποτελείται από δύο λέξεις: "analytical" (επίθετο) και "coefficient" (ουσιαστικό).
/ˌæn.əˈlɪt.ɪ.kəl ˈkoʊ.ɪˌfɪʃ.ənt/
Ο όρος "analytical coefficient" χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά και επιστήμες για να αναφέρεται σε έναν παράγοντα ή συντελεστή που έχει υπολογιστεί μέσω αναλυτικών μεθόδων. Συχνά ενσωματώνεται σε μοντέλα ή τύπους που απαιτούν την ανάλυση δεδομένων ή παραμέτρων. Αν και ο όρος μπορεί να είναι τεχνικός, χρησιμοποιείται και σε συγκεκριμένες, πιο απλές περιπτώσεις στην καθημερινή γλώσσα.
Είναι πιο συνηθισμένο σε γραπτές μορφές, όπως επιστημονικές ανακοινώσεις ή συγγράμματα, παρά στον προφορικό λόγο.
The analytical coefficient helps in understanding complex data trends.
(Ο αναλυτικός συντελεστής βοηθά στην κατανόηση σύνθετων τάσεων δεδομένων.)
Researchers found a significant analytical coefficient in their study.
(Οι ερευνητές βρήκαν έναν σημαντικό αναλυτικό συντελεστή στην μελέτη τους.)
Ο όρος "analytical coefficient" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι συνηθισμένος σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Κάποιες δυνατότητες ιδιωματικών εκφράσεων περιλαμβάνουν:
"The analytical coefficient was off the charts."
(Ο αναλυτικός συντελεστής ήταν εκτός του διαγράμματος.)
"Using the analytical coefficient is essential for accurate predictions."
(Η χρήση του αναλυτικού συντελεστή είναι απαραίτητη για ακριβείς προβλέψεις.)
"Her expertise strengthened the analytical coefficient of the model."
(Η εμπειρία της ενίσχυσε τον αναλυτικό συντελεστή του μοντέλου.)
Ο όρος προέρχεται από τις λέξεις: - "analytical": από το ελληνικό "αναλυτικός", που συνδέεται με την ανάλυση. - "coefficient": από το λατινικό "coefficientem", που σημαίνει "ο οποίος συνεργεί".
Συνώνυμα: - analytical parameter - ratio
Αντώνυμα: - indeterminate coefficient - non-analytical factor