Ονομασία
/ˌænəstəˈmoʊtɪk spɜr/
Η φράση "anastomotic spur" αναφέρεται συνήθως σε ένα ανατομικό ή ιατρικό χαρακτηριστικό. Αναφέρεται σε μια δομή που έχει τη μορφή σπείρου ή κυκλικού σχηματισμού και σχετίζεται με την αναστόμωση, δηλαδή τη σύνδεση δύο σωλήνων ή αιμοφόρων αγγείων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και βιολογικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι περιορισμένη καθώς ανήκει σε εξειδικευμένο επιστημονικό λεξιλόγιο. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικές μελέτες και επιστημονικά άρθρα.
The surgeon identified the anastomotic spur during the procedure.
(Ο χειρουργός εντόπισε τον αναστομωτικό σπείρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.)
In cases of vascular grafting, anastomotic spurs may develop.
(Σε περιπτώσεις αγγειακής μεταμόσχευσης, μπορεί να αναπτυχθούν αναστομωτικοί σπείροι.)
His research focused on the effects of anastomotic spur formation in the digestive system.
(Η έρευνά του επικεντρώθηκε στις επιπτώσεις της ανάπτυξης αναστομωτικών σπείρων στο πεπτικό σύστημα.)
Η φράση "anastomotic spur" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις καθότι πρόκειται για πολύ ειδικό επιστημονικό όρο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο τεχνικές συζητήσεις. Να μερικές προτάσεις που ενσωματώνουν τον όρο:
The presence of anastomotic spurs can complicate surgical procedures.
(Η παρουσία αναστομωτικών σπείρων μπορεί να περιπλέκει τις χειρουργικές διαδικασίες.)
Anastomotic spurs might indicate underlying vascular issues.
(Οι αναστομωτικοί σπείροι μπορεί να υποδηλώνουν υποκείμενα αγγειακά προβλήματα.)
Understanding anastomotic spur formation helps improve surgical outcomes.
(Η κατανόηση της ανάπτυξης αναστομωτικών σπείρων βοηθάει στη βελτίωση των χειρουργικών αποτελεσμάτων.)
Η λέξη "anastomotic" προέρχεται από το ελληνικό "αναστομώδης" που σημαίνει "που σχετίζεται με αναστόμωση". Ο όρος "spur" προέρχεται από την αγγλική λέξη που σημαίνει "σπείρα" ή "σφήνα".
Συνώνυμα: - Anastomotic branch (αναστομωτικός κλάδος) - Anastomosis (αναστόμωση)
Αντώνυμα: - Non-anastomotic (μη αναστομωτικός) - Disconnection (αποσύνδεση)
Αυτό το περιεχόμενο καλύπτει όλες τις πτυχές του όρου "anastomotic spur" και τις χρήσεις του στη γλώσσα.