Anchor beam: ονομαστικό σύνθετο
/ˈæŋ.kər biːm/
Ο όρος "anchor beam" αναφέρεται σε μια δομή ή στοιχείο που χρησιμοποιείται για να παρέχει στήριξη και σταθερότητα σε μια κατασκευή, όπως κτίρια ή γέφυρες, μέσω της αγκύρωσης στο έδαφος ή σε άλλη δομή. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στη μηχανική και στη αρχιτεκτονική.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό και τεχνικό πλαίσιο και δεν είναι τόσο συνηθισμένος στον προφορικό λόγο.
Ο μηχανικός συνέστησε τη χρήση ενός αγκυρωμένου δοκού για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της κατασκευής.
Each corner of the building requires an anchor beam to avoid movement.
Κάθε γωνία του κτιρίου απαιτεί έναν αγκυρωμένο δοκό για να αποφευχθεί η κίνηση.
The construction crew installed the anchor beam last week.
Ο όρος "anchor beam" δεν περιλαμβάνεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε τεχνικά συμφραζόμενα:
"Πρέπει να στερεώσουμε τον αγκυρωμένο δοκό στη βάση για ασφάλεια."
"The architect emphasized the importance of the anchor beam in the design."
"Ο αρχιτέκτονας τόνισε τη σημασία του αγκυρωμένου δοκού στη σχεδίαση."
"Without a proper anchor beam, the structure may fail under stress."
Ο όρος "anchor" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἀγκύρα" (ankura) που σημαίνει "δενδρικός". H λέξη "beam" προέρχεται από την πρωτογερμανική "bēma", που αναφέρεται σε μια κλαδιά ή δοκό.
Συνώνυμα: - Support beam - Structural beam - Stabilizing beam
Αντώνυμα: - Weak beam - Unstable beam
Μέσω αυτών των πληροφοριών, η έννοια και η χρήση του όρου "anchor beam" γίνονται πιο κατανοητές. Αυτές οι λεπτομέρειες βοηθούν στην κατανόηση της εφαρμογής του στη μηχανική και την αρχιτεκτονική.