Το "anchor pocket" είναι συνδυασμός δύο λέξεων και λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun) στη αγγλική γλώσσα.
/ˈæŋkər ˈpɑːkɪt/
Το "anchor pocket" αναφέρεται σε μία ειδική θήκη ή τσέπη, συνήθως κατασκευασμένη για να κρατάει ένα αγκίστρι (anchor) ή άλλα εξαρτήματα εντός ενός μεγαλύτερου δοχείου ή μίας πιο σύνθετης δομής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια σχετικών με τη ναυτιλία ή τις οικοδομές, όπου η σωστή στήριξη ή τοποθέτηση είναι κρίσιμη. Αν και δεν είναι η πιο κοινή έκφραση, η χρήση της μπορεί να δειχθεί συχνά σε τεχνικά κείμενα ή οδηγίες.
Η τσέπη αγκίστρου είναι σχεδιασμένη για να κρατάει σφιχτά το αγκίστρι κατά τη μεταφορά.
Make sure to check the anchor pocket for any damages before you set sail.
Η φράση "anchor pocket" δεν είναι ευρέως γνωστή για τη χρήση της σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η λέξη "anchor" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις που μπορούν να δείξουν τη σημασία της λέξης "anchor":
Είναι ώρα να ρίξουμε άγκυρα και να απολαύσουμε τα ήσυχα νερά.
Anchor of stability: A person or thing that provides support and security.
Αυτός έχει αποτελέσει την άγκυρα της σταθερότητας για την οικογένειά μας κατά τις δύσκολες στιγμές.
Anchor your expectations: To base your expectations on reality.
Η λέξη "anchor" προέρχεται από την αρχαία ελληνική "ἀγκύρα" (ankura), που σημαίνει "στέρεωμα" ή "υποστήριξη". Η λέξη "pocket" προέρχεται από τη λατινική "pocca", που σημαίνει "τσάντα" ή "θήκη".
Συνώνυμα: - Anchor point - Holder
Αντώνυμα: - Drift (έννοια της πλεύσης χωρίς σταθερότητα)
Το "anchor pocket" είναι ένα τεχνικό όρος που αναφέρεται σε χώρους αποθήκευσης για αγκίστρια και άλλα εξαρτήματα. Ενσωματώνεται σε συζητήσεις που αφορούν τη ναυτιλία και την κατασκευή βάσεων και στήριξης. Παρόλο που δεν έχει εκτενή χρήση σε ιδιωματικές εκφράσεις, ευρύτερα η λέξη "anchor" παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλές έκφρασης και παραδείγματα στην αγγλική γλώσσα.