Το "anchored" είναι ρήμα στο παρελθόν, που προέρχεται από το ρήμα "anchor."
/ˈæŋ.kɚd/
Η λέξη "anchored" αναφέρεται σε κάτι που έχει αγκυροβοληθεί ή έχει σταθεροποιηθεί σε μια θέση. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια τόσο σε κυριολεκτική έννοια (π.χ. ένα πλοίο που είναι αγκυροβολημένο) όσο και σε μεταφορική, δηλαδή να έχει σταθερές αξίες ή αναφορές που παρέχουν ασφάλεια ή κατεύθυνση.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και περισσότερες φορές θα τη συναντήσετε σε γραπτά κείμενα.
Το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο με ασφάλεια στο λιμάνι.
She felt anchored in her beliefs, no matter what others said.
Ένιωθε σταθερή στις πεποιθήσεις της, ανεξάρτητα από ό,τι έλεγαν οι άλλοι.
The company’s success is anchored in its commitment to quality.
Αυτός παραμένει αγκυροβολημένος στην πραγματικότητα παρά τα υψηλά του όνειρα.
Stay anchored: To maintain a state of emotional or mental stability.
Στις δύσκολες στιγμές, είναι σημαντικό να παραμείνεις αγκυροβολημένος στις αξίες σου.
Anchored in tradition: This indicates a deep connection to customs and historical practices.
Η λέξη "anchored" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "anchor," το οποίο έχει τις ρίζες του στο παλαιό γερμανικό "ankra." Η σύνθεση της λέξης "anchor" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ἄγκυρα" (ankura).
Συνώνυμα: - secured (ασφαλισμένος) - established (καθιερωμένος) - fixed (σταθερός)
Αντώνυμα: - unanchored (αγκυροβόλητος) - unstable (ασταθής) - fleeting (παροδικός)