anchored - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

anchored (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "anchored" είναι ρήμα στο παρελθόν, που προέρχεται από το ρήμα "anchor."

Φωνητική μεταγραφή

/ˈæŋ.kɚd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "anchored" αναφέρεται σε κάτι που έχει αγκυροβοληθεί ή έχει σταθεροποιηθεί σε μια θέση. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια τόσο σε κυριολεκτική έννοια (π.χ. ένα πλοίο που είναι αγκυροβολημένο) όσο και σε μεταφορική, δηλαδή να έχει σταθερές αξίες ή αναφορές που παρέχουν ασφάλεια ή κατεύθυνση.

Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και περισσότερες φορές θα τη συναντήσετε σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The ship was anchored safely in the harbor.
  2. Το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο με ασφάλεια στο λιμάνι.

  3. She felt anchored in her beliefs, no matter what others said.

  4. Ένιωθε σταθερή στις πεποιθήσεις της, ανεξάρτητα από ό,τι έλεγαν οι άλλοι.

  5. The company’s success is anchored in its commitment to quality.

  6. Η επιτυχία της εταιρείας είναι αγκυροβολημένη στη δέσμευσή της για ποιότητα.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "anchored"

  1. Anchored in reality: This phrase means to be grounded in practical and tangible elements.
  2. He remains anchored in reality despite his lofty dreams.
  3. Αυτός παραμένει αγκυροβολημένος στην πραγματικότητα παρά τα υψηλά του όνειρα.

  4. Stay anchored: To maintain a state of emotional or mental stability.

  5. During tough times, it's important to stay anchored in your values.
  6. Στις δύσκολες στιγμές, είναι σημαντικό να παραμείνεις αγκυροβολημένος στις αξίες σου.

  7. Anchored in tradition: This indicates a deep connection to customs and historical practices.

  8. The festival is anchored in tradition, attracting visitors from all over.
  9. Το φεστιβάλ είναι αγκυροβολημένο στην παράδοση, προσελκύοντας επισκέπτες από παντού.

Ετυμολογία

Η λέξη "anchored" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "anchor," το οποίο έχει τις ρίζες του στο παλαιό γερμανικό "ankra." Η σύνθεση της λέξης "anchor" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ἄγκυρα" (ankura).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - secured (ασφαλισμένος) - established (καθιερωμένος) - fixed (σταθερός)

Αντώνυμα: - unanchored (αγκυροβόλητος) - unstable (ασταθής) - fleeting (παροδικός)



25-07-2024