Όρος: Ουσιαστικό.
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ænˈdɑːnteɪ/
Το "andante" προέρχεται από τον μουσικό όρο που προτείνει μια μέτρια και ήρεμη ταχύτητα στην ερμηνεία ενός κομματιού. Χρησιμοποιείται συχνά σε μουσικά συμφωνικά και ορχηστρικά έργα, υποδεικνύοντας ότι ο εκτελεστής πρέπει να παίξει ή να τραγουδήσει με εύκολα και ομαλά πνευματικά χαρακτηριστικά. Στον λόγο, "andante" χρησιμοποιείται κυρίως σε μουσικά συμφραζόμενα και είναι συχνά πιο συνηθισμένο σε γραπτά κείμενα όπως οι μουσικές σημειώσεις ή οι θεωρίες.
Η συμφωνία παίχτηκε σε ένα ρυθμό αντάντε που γοήτευσε το κοινό.
The composer indicated that the second movement should be performed andante.
Ο συνθέτης υπέδειξε ότι το δεύτερο μέρος πρέπει να εκτελείται αντάντε.
She prefers listening to pieces that are played in an andante style.
Andante δεν είναι σε ευρεία χρήση σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, καθώς είναι πιο συγκεκριμένος μουσικός όρος. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που το χρησιμοποιούν:
Να το παίξεις αντάντε σημαίνει να πάρεις τον χρόνο σου και να απολαύσεις τη μουσική.
The piece flows nicely when played andante, allowing for emotional expression.
Το κομμάτι ρέει όμορφα όταν παίζεται αντάντε, επιτρέποντας τη συναισθηματική έκφραση.
In a world that rushes, sometimes we need to move at an andante pace.
Η λέξη "andante" προέρχεται από την ιταλική γλώσσα, που σημαίνει "προχωρώντας", και προέρχεται από το ρήμα "andare", που σημαίνει "να πηγαίνω". Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν ήρεμο και σταθερό ρυθμό στη μουσική.
Συνώνυμα: - Moderato (μέτρια ταχύτητα) - Lento (αργά)
Αντώνυμα: - Allegro (γρήγορα) - Presto (πολύ γρήγορα)