Αneuploidy: ουσιαστικό
/ˌæn.juːˈplɔɪ.di/
Aneuploidy αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία υπάρχει μη φυσιολογικός αριθμός χρωμοσωμάτων σε ένα κύτταρο. Στην ανθρώπινη γενετική, η ανευλοειδία μπορεί να προκύψει από την απώλεια ή την προσθήκη ενός ή περισσότερων χρωμοσωμάτων και συνδέεται με διάφορες γενετικές διαταραχές. Η χρήση της λέξης είναι συχνότερη σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στις επιδράσεις της ανευλοειδίας στα καρκινικά κύτταρα.
Aneuploidy is a common feature in many genetic disorders.
Η ανευλοειδία είναι μια κοινή χαρακτηριστική σε πολλές γενετικές διαταραχές.
Researchers are investigating the role of aneuploidy in human infertility.
Η λέξη "aneuploidy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο παρακάτω είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
Η κατανόηση της ανευλοειδίας μπορεί να οδηγήσει σε καινοτομίες στην γενετική έρευνα.
Diagnosing aneuploidy early is crucial for effective treatment.
Η πρώιμη διάγνωση της ανευλοειδίας είναι κρίσιμη για αποτελεσματική θεραπεία.
Aneuploidy can complicate the understanding of genetic inheritance.
Η ανευλοειδία μπορεί να περιπλέξει την κατανόηση της γενετικής κληρονομιάς.
The presence of aneuploidy is often assessed through karyotyping.
Η παρουσία της ανευλοειδίας συχνά εκτιμάται μέσω καρυοτύπου.
Aneuploidy is associated with several forms of cancer.
Η λέξη aneuploidy προέρχεται από τα ελληνικά «ἀνευ» (anet (χωρίς)) και «πλοειδής» (ploides (πλήθος, ή αρίθμηση)), επομένως σημαίνει «χωρίς το σωστό πλήθος χρωμοσωμάτων».
Συνώνυμα: - Chromosomal imbalance (χρωμοσωμική ανισορροπία) - DNA aneuploidy (DNA ανευλοειδία)
Αντώνυμα: - Euploidy (ευλοειδία): Ο σωστός και φυσιολογικός αριθμός χρωμοσωμάτων.