Ουσιαστικό
/əˈnɒməloʊskoʊp/
Το αναωμαλοσκόπιο είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται στη οπτική επιστήμη για την αξιολόγηση της οπτικής αντίληψης, ειδικότερα στην ανίχνευση και την αξιολόγηση των χρωματικών ανωμαλιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε γενετικές μελέτες και σε ιατρικούς τομείς για να διαγνώσει διαταραχές της όρασης.
Η λέξη "anomaloscope" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα. Δεν είναι τόσο συχνά στο καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται τακτικά σε ακαδημαϊκά κείμενα.
"Ο γιατρός χρησιμοποίησε ένα ανωμαλοσκόπιο για να ελέγξει την χρωματική όραση του ασθενούς."
"An anomaloscope is essential for diagnosing color blindness."
"Ένα ανωμαλοσκόπιο είναι απαραίτητο για τη διάγνωση της χρωματικής τύφλωσης."
"Researchers often rely on an anomaloscope for their experiments on color perception."
Το "anomaloscope" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι ένα εξειδικευμένο ιατρικό όργανο. Ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με επιστημονικές ή ιατρικές συζητήσεις.
Η λέξη "anomaloscope" προέρχεται από την ελληνική λέξη "anomalos" (ανώμαλος) και "skopein" (βλέπω), που σημαίνει "να βλέπω ανωμαλίες".
Συνώνυμα: - Color vision tester (έλεγχος χρωματικής όρασης)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για την έννοια της λέξης, καθώς αναφέρεται σε ειδικό όργανο και όχι σε κατάσταση ή ακόμη και έννοια με αντίθετη σημασία.