Anti-T antibody - Ουσία (Νανοσύνθεση).
/ˈænti tiː ˈæntɪbaɪdi/
Τα anti-T antibodies είναι ένα είδος αντισώματος που στοχεύει συγκεκριμένα αντιγόνα T, τα οποία είναι κατά κανόνα κυτταρικά ή μοριακά χαρακτηριστικά. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε ιατρικές και βιοχημικές εξετάσεις για την ανίχνευση ή την ανάλυση ανοσοποιητικών αντιδράσεων σχετικών με τα Τ κύτταρα του οργανισμού. Η συχνότητα χρήσης τους είναι πιο συχνή σε ειδικά ιατρικά και ερευνητικά συμφραζόμενα παρά σε καθημερινή ομιλία.
Το εργαστήριο εξέτασε για αντισώματα κατά της T για να προσδιορίσει την ανοσοποιητική απόκριση.
High levels of anti-T antibodies can indicate an autoimmune condition.
Υψηλά επίπεδα αντισωμάτων κατά της T μπορεί να υποδηλώνουν μια αυτοάνοση κατάσταση.
Researchers are studying anti-T antibodies to better understand T cell interactions.
Η φράση "anti-T antibody" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι ένας συγκεκριμένος ιατρικός όρος. Ωστόσο, συνδέεται με διάφορες επιστημονικές και ιατρικές φράσεις που σχετίζονται με την ανοσολογία και την βιολογική ανάλυση:
Διαγνώστηκε με μια κατάσταση που σχετίζεται με υψηλά επίπεδα αντισωμάτων κατά της T.
The presence of anti-T antibodies suggests a possible infection.
Η παρουσία αντισωμάτων κατά της T υποδηλώνει μια πιθανή λοίμωξη.
Anti-T antibodies play a crucial role in cellular immunity.
Η λέξη "anti" προέρχεται από το ελληνικό πρόθεμα "αντί", που σημαίνει "κατά" ή "εναντίον". Η λέξη "T" αναφέρεται στα Τ κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ η λέξη "antibody" προέρχεται από τα ελληνικά "αντί" (κατά) και "σώμα" (προϊόν του ανοσοποιητικού συστήματος).
Anti-tumor antibody (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "anti-T antibody" και της χρησιμότητάς του στη γλώσσα και τις ιατρικές επιστήμες.