Λέξη: antiasthmatic drug
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό (noun)
Φωνητική μεταγραφή: /ˌæntiˈæsmətɪk drʌg/
Ένα antiasthmatic drug αναφέρεται σε φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη ή τη θεραπεία των συμπτωμάτων του άσθματος. Αυτά τα φάρμακα βοηθούν στην ανακούφιση από τη δύσπνοια, τον βήχα και την πίεση στο στήθος που προκαλούνται από τη στένωση των αεραγωγών.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά πλαίσια και συζητήσεις σχετικά με τη θεραπεία του άσθματος. Η χρήση του είναι αρκετά συχνή σε ιατρικές αναφορές αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις μεταξύ ασθενών και γιατρών.
The doctor prescribed an antiasthmatic drug to help manage my asthma.
Ο γιατρός μου συνταγογράφησε ένα φάρμακο κατά του άσθματος για να βοηθήσει στη διαχείριση του άσθματος μου.
Always carry your antiasthmatic drug when exercising outdoors.
Πάντα φέρετε μαζί σας το αντι-ασθματικό φάρμακο σας όταν ασκείστε έξω.
Η έκφραση "antiasthmatic drug" δεν εμπεριέχει πολλαπλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με κάποιες κοινές φράσεις που αφορούν το άσθμα και τη θεραπεία του.
"To be on an antiasthmatic drug"
This means someone is regularly using an antiasthmatic medication.
"Είναι σε φάρμακο κατά του άσθματος"
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος χρησιμοποιεί τακτικά ένα αντι-ασθματικό φάρμακο.
"Antiasthmatic drug therapy"
Refers to the therapeutic use of antiasthmatic drugs.
"Θεραπεία με αντι-ασθματικά φάρμακα"
Αναφέρεται στη θεραπευτική χρήση αντι-ασθματικών φαρμάκων.
"Adjusting antiasthmatic drug dosage"
This involves changing the amount of medication taken for better asthma control.
"Ρύθμιση της δοσολογίας του αντι-ασθματικού φαρμάκου"
Αυτό περιλαμβάνει την αλλαγή της ποσότητας του φαρμάκου που λαμβάνεται για καλύτερο έλεγχο του άσθματος.
Η λέξη "antiasthmatic" προέρχεται από το ελληνικό "αντί" που σημαίνει κατά και "άσθμα" που σημαίνει αναπνευστική δυσκολία. Συνενώνεται με την αγγλική λέξη "drug" που σημαίνει φάρμακο.
Συνώνυμα: - Bronchodilator (βρογχοδιασταλτικό) - Respiratory medication (αναπνευστικό φάρμακο)
Αντώνυμα: - Asthma trigger (ερυθροί παράγοντες άσθματος) - Non-antiasthmatic (μη αντι-ασθματικό)