Antiholomorphic form είναι μία σύνθετη φράση που περιέχει: - Antiholomorphic (επίθετο) - Form (ουσιαστικό)
Για την αγγλική φράση "antiholomorphic form", η φωνητική μεταγραφή στους διεθνείς φωνητικούς αλφάβητο (IPA) είναι: ˌæn.ti.hoʊ.ləˈmɔːr.fɪk fɔːrm
Η φράση "antiholomorphic form" αναφέρεται σε μαθηματική έννοια που προέρχεται από την ανάλυση μεταβλητών μιγαδικής συνάρτησης. Συχνά χρησιμοποιείται στη γεωμετρία και την ανάλυση, ιδιαίτερα σε θέματα που σχετίζονται με μιγαδικές επιφάνειες και τύπους διαφορικών.
Η συχνότητά της χρήσης είναι υψηλή στα γραπτά πλαίσια σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, χρησιμοποιείται συνήθως σε εξειδικευμένα επιστημονικά ή μαθηματικά περιβάλλοντα.
"Η μελέτη του αντιολώδιου τύπου είναι ουσιώδης στη μιγαδική γεωμετρία."
"An antiholomorphic form can provide valuable information about the properties of certain manifolds."
"Ένας αντιολώδιος τύπος μπορεί να παρέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις ιδιότητες ορισμένων ποικιλιών."
"In studying complex variables, understanding antiholomorphic forms is crucial."
Η φράση "antiholomorphic form" μπορεί να μην έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που τη χρησιμοποιούν, καθώς είναι εξειδικευμένος όρος στην μαθηματική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να σχετιστεί με κάποιες φράσεις που αναφέρονται σε πιο γενικές μαθηματικές έννοιες:
"Η εισαγωγή ενός αντιολωδίου τύπου απλοποιεί τους υπολογισμούς."
"In complex analysis, practitioners often refer to antiholomorphic forms for deeper insights."
"Στην ανάλυση μιγαδικών, οι επαγγελματίες συχνά αναφέρονται σε αντιολώδια για βαθύτερες γνώσεις."
"Combining holomorphic and antiholomorphic forms can yield interesting results."
Η λέξη "antiholomorphic" προέρχεται από το πρόθεμα "anti-" που σημαίνει "κατά", σε συνδυασμό με "holomorphic", που προέρχεται από τη λέξη "holos" που σημαίνει "ολόκληρος" ή "όλος" και "morph", που σημαίνει "μορφή". Έτσι, "antiholomorphic" υποδηλώνει μια μορφή που λειτουργεί παράλληλα αλλά με διαφορετικά (κρίσιμα) χαρακτηριστικά από τις ολωδικές μορφές.
Συνώνυμα: - Antianalytic form - Conjugate form
Αντώνυμα: - Holomorphic form - Analytic form