Antimuscarinic agent: Ουσιαστικό
/ˌæntɪˈmʌskəˌrɪnɪk ˈeɪdʒənt/
Το antimuscarinic agent αναφέρεται σε έναν τύπο φαρμάκου που αποκλείει τους υποδοχείς μουσκαρινικών ακετυλοχολίνης. Αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται συνήθως για να αντιμετωπίσουν παθήσεις όπως οι αναπνευστικές διαταραχές, η ακράτεια ούρων και άλλες καταστάσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία των σμικρών μυών. Η χρήση τους είναι συχνότερη στη γραπτή μορφή, ειδικά σε κλινικά έγγραφα και βιβλιογραφία φαρμακολογίας, αν και μπορεί να εμφανίζονται και σε προφορικές συζητήσεις μεταξύ επαγγελματιών υγείας.
Ο γιατρός συνταγογράφησε ένα αντιμουσκαρινικό παράγοντα για να ανακουφίσει τα συμπτώματα του ασθενούς.
Antimuscarinic agents are commonly used in the treatment of overactive bladder syndrome.
Ο όρος antimuscarinic agent μπορεί να μην χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με αρκετές ιατρικές φράσεις.
"Η αποτελεσματικότητα του αντιμουσκαρινικού παράγοντα μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την ατομική αντίδραση."
"In cases of severe asthma, an antimuscarinic agent might be added to the treatment regimen."
"Σε περιπτώσεις σοβαρού άσθματος, μπορεί να προστεθεί ένας αντιμουσκαρινικός παράγοντα στο σχέδιο θεραπείας."
"He experienced side effects after taking an antimuscarinic agent."
Ο όρος προέρχεται από το πρόθεμα "anti-" που σημαίνει "κατά" και "muscarinic," που αναφέρεται στους μουσκαρινικούς υποδοχείς, που πήρε το όνομά του από την ουσία μουσκαρίνη, η οποία απαντάται στη μανιτάρια. Η λέξη "agent" προέρχεται από τη λατινική λέξη "agens," που σημαίνει αυτός που δρά.
Συνώνυμα: - Anticholinergic agent - Muscarinic antagonist
Αντώνυμα: - Muscarinic agonist (μουσκαρινικός αγωνιστής)